-
1 узел
узелм1. прям., перен ὁ κόμπος, ὁ κόμβος:\узел противоречий о κόμβος τῶν ἀντιθέσεων завязывать \узел δένω κόμπο· завязывать узлом κομποδένω· развязывать \узел λύνω τόν κόμπο·2. (место скрещения, сплетение) ὁ κόμβος:железнодорожный \узел ὁ σιδηροδρομικός κόμβος· \узел дорог ὁ ὁδικός κόμβος·3. (сверток) ὁ μπόγος:\узел с вещами ὁ μπόγος μέ τά πράγματα (μέ τις ἀποσκευές)·4. бот. ὁ ρόζος, ὁ δζος·5. анат.:нервные узлы τά νευρικά γάγγλια· в. (центр) τό κέν-τρον:телефонный \узел τό τηλεφωνικόν κέν-τρον \узел связи воен. κέντρον διαβιβάσεων \узел оборо́ны τό κέντρον ἀμύνης·7. мор. (мера скорости) ὁ κόμβος:8. (прическа) ὁ κότσος:волосы собраны в \узел τά μαλλιά μαζεμένα κότσο· ◊ разрубить гордиев \узел κόβω τόν γόρδιο δεσμό. -
2 пустой
1. мат. κεν/ός 2. (ничем не заполненный) άδειος, κενός 3. (полый) κούφιος 4. (не занятый) άδειος, ελεύθερος 5. (нежилой, незаселённый, безлюдный) έρημος, ακατοίκητος 6 (свободный) ελεύθερος 7. (неоснователь-ный, лишенный серьезного значения) αβάσιμος, ασήμαντος 8. (бессодержательный) χωρίς περιεχόμενο 9 (незначительный, ничтожный) ασήμαντος, τιποτένιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пустой
См. также в других словарях:
κεν — και κε (Α) (δυνητ. μόριο) αν. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυνητικό μόριο που χρησιμοποιούνταν όπως το ἄν και απαντά με ποικίλες μορφές: στην επικ. ποίηση ως κεν, στην αιολ. και κυπριακή διάλεκτο ως κε και στη δωρ. ως κα. Ο τ. κεν (κυρίως προ φωνήεντος) συνδέεται με … Dictionary of Greek
κέν — κεν , ἄν 1 he came epic (enclitic indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κεν — ἄν 1 he came epic (enclitic indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέν' — κενά , κενός empty neut nom/voc/acc pl κενά̱ , κενός empty fem nom/voc/acc dual κενά̱ , κενός empty fem nom/voc sg (doric aeolic) κενέ , κενός empty masc voc sg κεναί , κενός empty fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λόουτς, Κεν — (Ken Loach, Γιορκσάιρ 1936 –). Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Αν και σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη, υπερίσχυσε τελικά η αγάπη του για τη σκηνοθεσία. Βασικό μέλος του κινήματος free cinema, που εκδηλώθηκε στην πατρίδα του … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
γεγήρακεν — γεγήρᾱκεν , γηράσκω grow old perf ind act 3rd sg (attic) γεγήρᾱκεν , γηράσκω grow old plup ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) γεγήρᾱκεν , γηράω grow old perf ind act 3rd sg (attic) γεγήρᾱκεν , γηράω grow old perf ind act 3rd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπέρακεν — πεπέρᾱκεν , περάω 1 drive right through perf ind act 3rd sg (attic) πεπέρᾱκεν , περάω 1 drive right through perf ind act 3rd sg (doric aeolic) πεπέρᾱκεν , περάω 1 drive right through plup ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) πεπέρᾱκεν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφύρακεν — πεφύ̱ρᾱκεν , φυράω mixing perf ind act 3rd sg (attic) πεφύ̱ρᾱκεν , φυράω mixing perf ind act 3rd sg (doric aeolic) πεφύ̱ρᾱκεν , φυράω mixing plup ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) πεφύ̱ρᾱκεν , φυράω mixing plup ind act 3rd pl (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)