-
101 подвешивать
подвешиватьнесов (ἀνα)κρεμῶ, ἀναρτώ. -
102 подпрыгивать
подпрыгиватьнесов, подпрыгнуть сов (ἀνα)πηδῶ. -
103 попарно
попарнонареч δυό-δυό, κατά ζεύγη, ζευγαρωτά, ἀνά δύο. -
104 признавать
признаватьнесов I. (считать законным) ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι:\признавать правительство ἀναγνωρίζω κυβέρνηση·2. (вину, ошибку и т. п.) ὁμολογώ, ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι:\признавать свою ошибку παραδέχομαι (или ὁμολογώ) τό σφάλμα μου· \признавать свою вину ἀναγνωρίζω (или ὁμολογώ) τήν ἐνοχή μου·3. (узнавать) (άνα)γνωρίζω:\признавать кого-л., что-л. ἀναγνωρίζω κάποιον, κάτι. -
105 приплясывать
приплясыватьнесов χοροπηδώ, ἀνα-σκιρτῶ. -
106 приседание
приседаниес1. τό κάθισμα, τό ἀνα-κάθισμα / спорт. τό ήμικάθισμα·2. (реверанс) уст. ἡ ὑπόκλιση. -
107 разгребать
разгребатьнесов, разгрести сов ξε-στοιβάζω/ καθαρίζω (расчищать)/ ἀνα-σκαλίζω (граблями):\разгребать ку́чу ξεστοιβάζω· \разгребать снег καθαρίζω τό χιόνι. -
108 распознавать
распознаватьнесов, распознать сов διακρίνω, μαθαίνω, (άνα)γνωρίζω, διαγι-γνώσκω:\распознавать чьи-л. намерения μαθαίνω τους σκοπούς κάποιου· \распознавать болезнь κάνω διάγνωση τής ἀρρώστειας. -
109 растить
раститьнесов καλλιεργώ, φυτεύω (выращивать) I (άνα)τρέφω (воспитывать):\растить цветы ἀνθοκομώ, καλλιεργώ ᾶνθη· \растить кадры ἀναπτύσσω στελεχη. -
110 рельефно
рельеф||нонареч ἀνάγλυφα, ἀνα-γλύφως. -
111 рыть
рытьнесов σκάβω, ἀνοίγω, (άνα)σκάπ-τω, ὀρύσσω:\рыть йму σκάβω λάκκο· \рыть око́пы ἀνοίγω χαρακώματα· \рыть картофель ξε-σκάβω πατάτες· ◊ \рыть самому себе яму σκάβω τόν λακκον μου. -
112 самовозгораниеющийся
самовозгорание||ющийсяприч. и прил αίιταναφλεγόμενος, αὐτόματα ἀνα-φλεγόμενος. -
113 тошиить
тоши||и́тьбезл несов μέ πιάνει ἀνα-γούλα, μοῦ ἔρχεται ἐμετός:меня \тошиитьи́т от этого перен τό ἔχω σιχαθεί αὐτό. -
114 удержать
удержатьсов, удерживать несов1. κρατώ, συγκρατώ:\удержать в руках κρατώ στά χέρια· \удержать дома кого-л. κρατώ κάποιον ἀτό σπίτι· \удержать лошадей σταματώ τά ἀλογα· \удержать в памяти συγκρατώ στη μνήμη μαυ· 2, (сдерживать, подавлять) συγκρατώ, πνίγω:\удержать рьцйния συγκρατώ τούς λυγμούς·3. (останавливать) συγκρατώ, ἀνα· χαιτίζω, κρατώ, σταματώ/ ἐμποδίζω (мешать):\удержать от иеобду́манного поступка συγκρατώ κάποιον νά μήν κάνει ἀπερίσκεπτη πράξη· не знаю, что меия удерживает δέν ξεύρω τί μέ κρατάει·4. (вычитать) ἀφαιρώ, κρατώ, ἀποκόπτω:\удержать какую-л. сумму из зарплаты κρατώ ἕνα ποσό ἀπ' τό μισθό. -
115 через
черезпредлог с вин. п.1. (о пространстве, месте) διά, πάνω / διά μέσου (сквозь):мост \через реку ἡ γέφυρα πάνω ἀπό τό ποτάμι· ремень \через плечо́ τό λουρί στον ῶμο· перейти \через дорогу περνώ τόν δρόμο· ступи́ть \через порог περνώ τό κατώφλι, μπαίνω· прыгнуть \через барьер πηδώ πάνω ἀπό τόν φράχτη· прыгнуть \через ручей πηδώ τό ρυάκι· ехать \через реку περνώ τό ποτάμι· пройти \через лес περνώ διά μέσον τοῦ δάσους· перейти́, переехать \через что́-л. διαβαίνω (или διασχίζω, διαπερ(ν)ῶ)· ехать в Ленинград \через Москву́ μεταβαίνω στό Λένινγκραντ μέσω Μόσχας· ехать \через весь город διασχίζω ὅλη τήν πόλη· влезть \через окно μπαίνω ἀπ' τό παράθυρο· пройти \через испытания περνώ δοκιμασίες·2. (при посредстве) διά μέσου, μέσον, μέ τήν βοήθεια:оповестить \через газету γνωστοποιώ μέσον τής ἐφημερίδας· разговаривать \через переводчика μιλώ μέ τήν βοήθεια διερμηνέα· смотреть \через очки βλέπω μέ τά ματογυάλια·3. (о расстоянии) μετά:\через два километра начинается деревня μετά δύο χιλιόμετρα ἀρχίζει τό χωριό· она живет \через три до́ма от нас αὐτη κατοικεί τρία σπίτια πιό μακρυά ἀπό μᾶς· писать \через три строки γράφω ἀνά τρία διαστήματα·4. (о времени) ὑστερα ἀπό, μετά:приду́ \через час θά ἔλθω μετά ἀπό μιαν ὠρα· \через два дня ὕστερα ἀπό δυό μέρες, μετά δυό μέρες· \через некоторое время μετά ἀπό λίγον καιρό· регулярно \через день μέρα παρά μέρα· ◊ \через голову кого-л. разг χωρίς νά ρωτήσω κάποιον \через пень колоду разг κουτσά στραβά. -
116 a
[ə(n)]indef. article(a is used before words beginning with a consonant eg a boy, or consonant sound eg a union; an is used before words beginning with a vowel eg an owl, or vowel sound eg an honour.)1) (one: There is a boy in the garden.) ένας2) (any; every: An owl can see in the dark.) ένας, μια, ένα3) (for each; per: We earn $6 an hour.) ανά -
117 agitation
noun (ανα)ταραχή -
118 an
[ə(n)]indef. article(a is used before words beginning with a consonant eg a boy, or consonant sound eg a union; an is used before words beginning with a vowel eg an owl, or vowel sound eg an honour.)1) (one: There is a boy in the garden.) ένας2) (any; every: An owl can see in the dark.) ένας, μια, ένα3) (for each; per: We earn $6 an hour.) ανά -
119 cock
[kok] 1. noun1) (the male of birds, especially of the domestic fowl: a cock and three hens; ( also adjective) a cock sparrow.) κόκορας2) (a kind of tap for controlling the flow of liquid, gas etc.) στρόφιγγα3) (a slang word for the penis.) πουλί, πέος2. verb1) (to cause to stand upright or to lift: The dog cocked its ears.) (ανα)σηκώνω2) (to draw back the hammer of (a gun).) οπλίζω3) (to tilt up or sideways (especially a hat).) γέρνω•- cockerel- cocky
- cock-and-bull story
- cock-crow
- cock-eyed
- cocksure -
120 explode
[ik'spləud] 1. verb1) (to (cause to) blow up with a loud noise: The bomb exploded; The police exploded the bomb where it could cause no damage.) εκρήγνυμαι,(ανα)τινάζω/-ομαι2) (suddenly to show strong feeling: The teacher exploded with anger; The children exploded into laughter.) ξεσπώ,σκάζω3) (to prove (a theory etc) wrong.) τινάζω στον αέρα•- explosive 2. noun((a) material that is likely to explode: gelignite and other explosives.) εκρηκτική ύλη
См. также в других словарях:
ἄνα — ἄνᾱ , ἄνα king fem nom/voc/acc dual ἄνᾱ , ἄνα king fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄναξ lord masc voc sg ἄνᾱ , ἄνη fulfilment fem nom/voc/acc dual ἄνᾱ , ἄνη fulfilment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄνᾱ , ἄνοος without understanding neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνά — on board indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» … Dictionary of Greek
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek
άνα — (I) ἄνα (Α) [ἄναξ] 1. (κλητ. τού ἄναξ) βασιλιά (μόνο στις φρ. ὦ ἄνα και συνηρ. ὦνα και Ζεῡ ἄνα και πάντα ως προσαγόρευση θεών) 2. (κλητ. αντί τού ἄνασσα) βασίλισσα. (II) ἄνα, η (Α) [ἄνω] η ἄνυσις*. (III) ἄνα (Α) [ἀνά] αναστροφή τής προθέσεως ἀνά… … Dictionary of Greek
ἄνᾳ — ἄναι , ἄνα king fem nom/voc pl ἄνᾱͅ , ἄνα king fem dat sg (doric aeolic) ἄναι , ἄνη fulfilment fem nom/voc pl ἄνᾱͅ , ἄνη fulfilment fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άνα — κατάλ. μεγεθυντικών ουσιαστικών της Ν. Ελληνικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. άνα αποσπάστηκε από μεγεθυντικά τών ουσ. σε άνι, πρβλ. πλατάνι πλατάνα, ροκάνι ροκάνα, φουστάνι φουστάνα και χρησιμοποιείται στον σχηματισμό μεγεθυντικών από ουσ., όπως πλέξα ή… … Dictionary of Greek
-ανά — συνήθης κατάλ. τοπωνυμίων, κυρίως τής Κρήτης και τής Τήνου, π. χ. Μουλιανά, Αμαριανά κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. ανά, ήδη μσν., δηλώνει τα κτήματα που ανήκουν σε κάποιον (πρβλ. Δολιανά «τα κτήματα τού Δολιανού»). Κατ’ επέκταση επικράτησε και ως… … Dictionary of Greek
ἀνᾶ — ἀνάζω fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποθῇ — ἀνά , ἀπό ὀθέω pres subj mp 2nd sg ἀνά , ἀπό ὀθέω pres ind mp 2nd sg ἀνά , ἀπό ὀθέω pres subj act 3rd sg ἀνά , ἀπό θάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) ἀνά , ἀπό θάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) ἀνά , ἀπό θάζω seated fut ind mid 2nd sg (doric) ἀνά … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηρημένα — ἀνά ἀράω 2 plough perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἀνηρημένᾱ , ἀνά ἀράω 2 plough perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀνηρημένᾱ , ἀνά ἀράω 2 plough perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) ἀνά ἀρέομαι perf part mp neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)