-
1 ανωγον
эп. impf. к ἀνοίγω -
2 ανοιγνυμι
ἀνοίγνυμι, ἀν-οίγω(impf. ἀνέῳγον - реже ἤνοιγον, эп. тж. ἀνῷγον, эп. iter. ἄναοίγεσκον; aor. ἀνέῳξα и ἤνοιξα - ион. ἄνοιξα или ἀνῷξα; pf. ἀνέῳχα; pass.: pf. ἀνέῳγμαι - дор. ἀνῷγμαι, NT. ἠνέῳγμαι; pf. 2 ἀνέῳγα; aor. ἀνεῴχθην, поздн. aor. 2 ἠνοίγην)1) отворять, отпирать, открывать(πύλας Aesch., Her., Thuc., Plut.; θύραν Arph.; σορόν Her.; κιβωτόν Lys.; τὸ δεσμωτήριον Plat.: ὁδοὺς πρός τι Plut.)
ἁλὸς κέλευθον ναυσὴ ἀ. Pind. — прокладывать морской путь2) вскрывать, распечатывать(σήμαντρα Xen.; σημεῖα Dem.; διαθήκην Plut.)
ἀνοῖξαι βίβλινόν (sc. οἶνόν) τινι Theocr. — распечатать для кого-л. сосуд с библинским вином;τὰ ἐντὸς ἀνοιχθείς Arst. — подвергшийся (анатомическому) вскрытию3) отодвигать, снимать или поднимать(κληῗδα θυράων, πῶμα ἀπὸ χηλοῦ Hom.)
4) открывать, обнаруживать; называть, рассказывать(ὄνομα Aesch.; ἔργ΄ ἀναιδῆ Soph.: λανθάνουσαν ἀτυχίαν Men.)
5) (sc. θάλατταν) выходить в открытое море, отплывагь(εἴκοσι ναυσίν Xen.)
-
3 ανοιγω...
ἀνοίγω...ἀνοίγνυμι, ἀν-οίγω(impf. ἀνέῳγον - реже ἤνοιγον, эп. тж. ἀνῷγον, эп. iter. ἄναοίγεσκον; aor. ἀνέῳξα и ἤνοιξα - ион. ἄνοιξα или ἀνῷξα; pf. ἀνέῳχα; pass.: pf. ἀνέῳγμαι - дор. ἀνῷγμαι, NT. ἠνέῳγμαι; pf. 2 ἀνέῳγα; aor. ἀνεῴχθην, поздн. aor. 2 ἠνοίγην)1) отворять, отпирать, открывать(πύλας Aesch., Her., Thuc., Plut.; θύραν Arph.; σορόν Her.; κιβωτόν Lys.; τὸ δεσμωτήριον Plat.: ὁδοὺς πρός τι Plut.)
ἁλὸς κέλευθον ναυσὴ ἀ. Pind. — прокладывать морской путь2) вскрывать, распечатывать(σήμαντρα Xen.; σημεῖα Dem.; διαθήκην Plut.)
ἀνοῖξαι βίβλινόν (sc. οἶνόν) τινι Theocr. — распечатать для кого-л. сосуд с библинским вином;τὰ ἐντὸς ἀνοιχθείς Arst. — подвергшийся (анатомическому) вскрытию3) отодвигать, снимать или поднимать(κληῗδα θυράων, πῶμα ἀπὸ χηλοῦ Hom.)
4) открывать, обнаруживать; называть, рассказывать(ὄνομα Aesch.; ἔργ΄ ἀναιδῆ Soph.: λανθάνουσαν ἀτυχίαν Men.)
5) (sc. θάλατταν) выходить в открытое море, отплывагь(εἴκοσι ναυσίν Xen.)
См. также в других словарях:
ἀνῷγον — ἀνοίγνυμι open imperf ind act 3rd pl ἀνοίγνυμι open imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄνωγον — Ἀνώγων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνωγον — ἄ̱νωγον , ἄνωγα command imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱νωγον , ἄνωγα command imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἄνωγα command imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἄνωγα command imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλάσσω — (I) παλάσσω (Α) καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα άσσω (πρβλ. αιμ άσσω, λαιμ άσσω, σταλ άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek