-
1 μυχός
μυχός, ὁ, plur. auch τὰ μυχά, D. Per. 117, der inner ste Ort im Hause, der abgelegenste Winkel; λέκτο μυχῷ δόμου, Il. 22, 440, öfter; μυχῷ σπείους, Od. 5, 226, ἄντρου, 15, 363; μυχῷ ϑαλάμων ἥμεϑα, 23, 41; ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ, von der Schwelle bis ins Innerste, 7, 87. 96; auch μυχῷ Ἄργεος, im innersten Winkel von Argos, Il. 6, 152 Od. 3, 263. So auch Pind., ἐς ϑαλάμου μυχὸν εὐρύν, N. 1, 42, μυχοῖς ἥμενον Ἄλιδος, Ol. 11, 34, u. so Κορίνϑου, vom Isthmus, N. 10, 42, Ἀρκαδίας ἀπὸ πολυγνάμπτων μυχῶν, Ol. 3, 28, öfter; auch ἐς μυχοὺς ἁλός, P. 6, 12, vom Meerbusen, der sich tief ins Land hineinzieht, wie Her. 2, 11. 4, 21; vgl. μυχὸς τοῦ λιμένος Thuc. 7, 4; oft bei Tragg.; ἄντρων, Aesch. Prom. 134; κελαινὸς δ' ἄϊδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς, 431; πόντιος, 841; ἀπαλλάσσεσϑε μαντικῶν μυχῶν, Eum. 171; μέχρις μυχοὺς κίχωσι τοῦ κάτω ϑεοῦ, Soph. Ai. 568; übertr., ἡ κακὴ σὴ διὰ μυχῶν βλέπουσ' ἀεὶ ψυχή, Phil. 1001; ἐν μυχῷ χϑονός, Eur. Suppl. 545, öfter; auch ἐν Αὐλίδος μυχοῖς, I. A. 660, Ἑλλάδος, Cycl. 290, öfter von der Unterwelt; sp. D.; ὀρέων, Schlucht, Xen. An. 4, 1, 7; Luc. Alex. 13 Tim. 22.
-
2 ἐξ-ελαύνω
ἐξ-ελαύνω (s. ἐλαύνω, fut. ἐξελάσω, Nic. Ther. 30, gew. att. ἐξελῶ, inf. ἐξελάαν, Il. 8, 527, wie Od. 11, 292, aber von der Grundform des praes. ἐξελάω hat Hom. ἐξελάων Od. 10, 83), heraustreiben, -jagen; ἵππους ἐξέλασε Τρώων μετ' Ἀχαιούς, er trieb die Rosse aus der Reihe der Troer heraus, Il. 5, 324, wie ὄχους Eur. Phoen. 1109; νῆα λιμένος Ap. Rh. 1, 987; οὐδ' ἐδύναντο οὔϑ' ὁ τὸν ἐξελάσαι οὔϑ' ὁ τὸν ἂψ ὤσασϑαι Il. 15, 417; ἐρίφους τε καὶ ἄρνας σήκων ἐξελάσαντες Od. 9, 227, wie ἄντρου ἐξήλασε μῆλα ib. 312; πάντας ὀδόντας γναϑμῶν ἐξελάσαιμι, ich möchte ihm alle Zähne aus den Kinnbacken schlagen, 18, 29; ἐξήλασέν με κἀπέκλεισε δωμάτων Aesch. Prom. 673; Πολυνείκη ἐξελήλακε πάτρας Soph. O. C. 357, verbannen, wie γῆς ἐκ πατρῴας ἐξελήλαμαι φυγάς 1294; ἐξελῶ σ' ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας, ich werde dich aus dem Hause jagen, Ar. Nubb. 123; u. so, bes. vertreiben aus Stadt u. Land, Her. u. Folgde; gew. mit ἐκ, wie ἐκ τῶν πόλεων Plat. Gorg. 466 d; πᾶν τὸ βάρβαρον ἐκ τῆς ϑαλάττης Menex. 241 d; Τιτῆνας ἀπ' οὐρανοῦ Hes. Th. 820. – Im Pomp heraustragen, τὸν Ἴακχον Plut. Alc. 34. – Mit ausgelassenem acc., scheinbar intr., herausfahren, -reiten, ausrücken, ἂψ ἐς δίφρον ὀρούσας ἐξέλασ' ἐς πληϑύν Il. 11, 359; Her. 4, 80; bes. vom Heere, 8, 113, vgl. ἐξήλαυνε τὴν στρατιήν 7, 38; Xen. An. 1, 2, 5 u. oft, wie Thuc. 7, 27 u. A.; einen Aufzug halten, Xen. Cyr. 8, 3, 1; vgl. ϑρίαμβον Plut. Marc. 22. – Von Metallarbeiten, durch Hämmern heraustreiben, treiben, Her. 1, 50; vgl. Ath. VI, 230 e; κέντρον ἐπὶ λεπτὸν ἐξεληλαμένον καὶ συνωξυσμένον Pol. 6, 22, 4. – Das med. im aor. hat Thuc. 4, 35; eigtl. aus seinem Lande vertreiben, 7, 5; für sich wegtreiben, Pol. 4, 75, 2; ἵππους ἐξελάσασϑαι, seine Rosse forttreiben, Theocr. 24, 117.
См. также в других словарях:
ἄντρου — ἄντρον cave neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Porphyry (philosopher) — For other uses, see Porphyry (disambiguation). Porphyry of Tyre Porphire Sophiste, in a French 16th c. engraving Full name Porphyry of Tyre Born ca. 234 AD Tyre Died ca … Wikipedia
ПОРФИРИЙ — • Porphyrĭus, Πορφύριος, родился в Тире в 233 г. от Р. X., его собственное финикийское имя Малх (т. е. царь) перевел на греческий язык его учитель Лонгин, учивший его грамматике и риторике в Афинах, и с тех пор он постоянно носил это… … Реальный словарь классических древностей
ПОРФИРИЙ — ПОРФИРИЙ (Πορφύριος) (232, Тир, Финикия ок. 305, Рим?), философ неоплатоник. Его имя Малх (от сир. malka, «царь», так же звали и его отца) Лонгин, у которого П. учился в Афинах, воспроизвел по гречески как Πορφύριος («царственный», позднее… … Античная философия
MUSSARE — a boum voce μύ μύ, proprie de hoc animali. Virg. l. 12. Arn. v. 718. Mussantque iuvencae. Indead homines translatum, qui cum occulte et depressâ voce loquuntur, quod celatum velint, mussare dici coeperunt, Noniô teste. Varro vero a Mutorum sono… … Hofmann J. Lexicon universale
SPECUS seu SPELUNCA — terrae recessus cavitasque rupium ac montium est, in qua non feris solum sua receptacula, sed et integris hominum coetibus sua sunt aliquibus in regionibus (uti primitus olim) habitacula. Unde integras Civitates subterraneas Geographi habent,… … Hofmann J. Lexicon universale
εξελαύνω — ἐξελαύνω (AM) [ελαύνω] 1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.) 2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος αρχ. 1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. (για άλογα και… … Dictionary of Greek
κελεός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους πρώτους τέσσερις βασιλιάδες της Ελευσίνας. Φιλοξένησε στα ανάκτορά του τη Δήμητρα, η οποία του δίδαξε τα μυστήρια της λατρείας της και του έδωσε, για πρώτη φορά, το αξίωμα του ιερέα. 2. Ήρωας της… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κρόνιος — I Προσωνυμία του Δία κατά την αρχαιότητα, που σχετίζεται με το όνομα του πατέρα του, του Κρόνου. Ο Δίας αποκαλείτο επίσης Κρονίδης. Κ. ονομαζόταν και ένας μήνας του ιωνικού μηνολογίου, περισσότερο γνωστός ως Κρονιών (βλ. λ. Κρόνια). II (2ος αι. π … Dictionary of Greek
μαστοειδεκτομή — η ιατρ. ανάτρηση τής μαστοειδούς απόφυσης τού κροταφικού οστού και εκτομή τών μαστοειδών κυψελών καθώς και ευρεία διάνοιξη και απόξεση τού μαστοειδούς άντρου σε περίπτωση μαστοειδίτιδας … Dictionary of Greek