Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄνευ+καιροῦ

  • 1 καιρος

         καιρός
        ὅ
        1) надлежащая мера, норма
        

    κ. δ΄ ἐπὴ πᾶσιν ἄριστος Hes. — самое лучшее (главное) во всем - мера;

        μείζων τοῦ καιροῦ Xen. — сверх меры, ненормально большой, чрезмерный;
        καιροῦ πέρα Aesch. — чрезмерный, безмерный;
        προσωτέρω τοῦ καιροῦ Xen. — дальше, чем следует;
        ὑπερβαλεῖν τὸν καιρόν τινι Plut.перейти меру в чем-л.

        2) (тж. χρόνου κ. Soph.) надлежащая пора, подходящее время, благоприятный момент
        

    κ. βραχὺ μέτρον ἐχει погов. Pind. — у удобного момента короткая мера, т.е. время никого не ждет;

        ἥ χάρις καιρὸν ἔχουσα Thuc. — вовремя оказанная услуга;
        ὅ κ. αὐτός Dem. — самое удобное время;
        πρὸς τοὺς πολεμικοὺς καιρούς Arst. — на случай войны;
        καιρῷ Soph., Thuc., ἐν καιρῷ Aesch., Soph., Plat., σὺν καιρῷ Polyb., εἰς καιρόν Her., Eur., πρὸς καιρόν Soph. и κατὰ καιρόν Her., NT. — вовремя, своевременно, кстати;
        παρὰ καιρόν Eur., Plat., ἀπὸ и ἄνευ καιροῦ Plat. — несвоевременно, некстати;
        πρὸ καιροῦ Aesch., NT. — преждевременно;
        ἐπὴ καιροῦ Dem.кстати или (тж. ἐκ καιροῦ Polyb.) сразу, внезапно;
        ἐπὴ καιροῦ λέγειν Plut. — говорить экспромтом;
        καιροῦ τυχεῖν Eur. — иметь счастливый случай;
        καιρὸν λαμβάνειν Thuc., λαβέσθαι Luc. и καιρῷ χρῆσθαι Plut. — использовать удобный момент, воспользоваться благоприятным случаем;
        καιρὸν παριέναι Thuc. — упустить удобный момент;
        καιροὴ σωμάτων Arst. — цветущий возраст, первая молодость

        3) время ( вообще), пора
        ἐν παντὴ καιρῷ Arst., NT. — во всякое время, всегда;
        πρὸς καιρὸν ὥρας NT. — на (короткое) время;
        ἄχρι καιροῦ NT. — до поры до времени;
        κατὰ τοὺς τότε καιρούς Arst. — в те времена;
        πεπλήρωται ὅ κ. NT.исполнился срок

        4) выгода, польза
        

    ἐς καιρὸν ἔσται Her. — это будет полезно;

        τίνος ἕνεκα καιροῦ ; Dem. — кому это нужно?, чего ради?;
        τι πρὸς καιρόν Soph. — нечто полезное;
        πρὸς καιρόν Soph. — с пользой, полезным образом;
        ἐπὴ σῷ καιρῷ Soph. — тебе на пользу;
        ὁρῶ οὐδὲ σοὴ τὸ σὸν φώνημα ἰὸν πρὸς καιρόν Soph. — я вижу, что твоя речь даже тебе не идет на пользу

        5) влиятельность, влияние, вес
        6) обстоятельство, момент, пора
        

    παρών κ. Dem. или οἱ καιροί Plat. — настоящий момент, сложившиеся обстоятельства;

        καιροῦ πρὸς τοῦτο πάρεστι Φιλίππῳ τὰ πράγματα Dem.в таком положении находятся дела Филиппа

        7) тяжелые обстоятельства
        

    ἐν τοῖς μεγίστοις καιροῖς Xen. — в самых трудных обстоятельствах;

        ἔσχατος κ. Polyb., Plut. — крайняя опасность, критический момент

        8) время года, пора
        κ. χειμῶνος Plat.зимнее время

        9) удобное место, подходящая точка
        

    ἐναυλιζόμενοι τῶν χωρίων, οὖ κ. εἴη Xen. — останавливаясь в открытых местах, где было наиболее удобно

        10) жизненно важный центр (тела)

    Древнегреческо-русский словарь > καιρος

См. также в других словарях:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • σημαντικός — ή, ό / σημαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [σημαίνω] αυτός που δηλώνει, που φανερώνει κάτι, που έχει μια ορισμένη σημασία (α. «ρήματα κινήσεως σημαντικά» β. «ὄνομά ἐστι φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην ἄνευ χρόνου», Αριστοτ. γ. «δυνάμεως δὲ σημαντικὸν τὸ κέρας»,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»