-
1 μινυθω
1) убавлять, умалять, уменьшать(ἀρετέν ἄνδρεσσιν, Ἀργείων μένος Hom.; ἀρίζηλον Hes.)
2) убывать, иссякать(κρῆναι μινύθουσι Soph.)
3) уничтожаться, гибнуть(ἐν σέλαϊ Hom.)
μινύθει ἔργ΄ ἀνθρώπων Hom. — (во время наводнения) гибнут произведения человеческих рук
См. также в других словарях:
Ἀνδρέσσιν — Ἀνδρεύς masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνδρεσσιν — ἀνήρ nar masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… … Dictionary of Greek