-
1 αναπαυμα
См. также в других словарях:
μέρμηρα — μέρμηρα, ἡ (Α) 1. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια («λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων», Ησίοδ.) 2. ο πρωινός ύπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μερμηρίζω] … Dictionary of Greek
1 αναπαυμα
μέρμηρα — μέρμηρα, ἡ (Α) 1. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια («λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων», Ησίοδ.) 2. ο πρωινός ύπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μερμηρίζω] … Dictionary of Greek