-
21 ἀλλο-τροπέω
ἀλλο-τροπέω, sich verändern, Hesych.
-
22 ἀλλο-τύπωτος
ἀλλο-τύπωτος, von anderen gebildet, Maneth. 4, 75.
-
23 ἀλλο-τέρμων
ἀλλο-τέρμων γῆ, fremdes Land, Euseb.
-
24 ἀλλο-φροσύνη
ἀλλο-φροσύνη, ἡ, Geistesabwesenheit, Wahnsinn, Sp.
-
25 ἀλλο-φρονέω
ἀλλο-φρονέω, anderes denken, Hom. zweimal, Od. 10, 374 ἀλλ' ἥμην ἀλλοφρονέων, κακὰ δ' ὄσσετο ϑυμός, meine Gedanken waren mit Anderem beschäftigt; Iliad. 23, 698 von einem Verwundeten, οἵ μιν ἄγον ἐφελκομένοισι πόδεσσιν αἷμα παχὺ πτύοντα, κάρη βάλλονϑ' ἑτέρωσε· κὰδ δ' ἀλλοφρονέοντα μετὰ σφίσιν εἷσαν ἄγοντες, geistesabwesend; – anderer Meinung sein, es anders im Sinne haben, Her. 7, 205; – vgl. Theocr. 22, 129; Her. 5, 85.
-
26 ἀλλο-φυής
ἀλλο-φυής, ές, von anderer Natur und Beschaffenheit, Nonn. D. 2, 148.
-
27 ἀλλο-φωνέω
ἀλλο-φωνέω, eine fremde Sprache reden, Eustath.
-
28 ἀλλο-φανής
ἀλλο-φανής, ές, anders erscheinend, verschieden, Nonn. oft.
-
29 ἀλλο-φῡλισμός
ἀλλο-φῡλισμός, ὁ, das Annehmen fremder Sitte, LXX.
-
30 ἀλλο-φῡλέω
ἀλλο-φῡλέω, fremde Sitten annehmen, LXX.
-
31 ἀλλο-φῡλία
ἀλλο-φῡλία, ἡ, das Fremdartige, Epicur. bei D. L. 10, 106.
-
32 ἀλλο-χροέω
ἀλλο-χροέω, die Farbe andern, Arist. Probl. 4, 30.
-
33 ἀλλο-γενής
ἀλλο-γενής, ές, von anderem Volke, LXX, K. S.
-
34 ἀλλο-γνοέω
ἀλλο-γνοέω, für einen andern halten, verkennen, Her. - γνώσας 1, 85. Bei Hippocr. wahnsinnig sein.
-
35 ἀλλο-γλωσσία
ἀλλο-γλωσσία, ἡ, Sprachverschiedenheit, Ios.
-
36 ἀλλο-εθνία
ἀλλο-εθνία, ἡ, fremdes Volk, Strab. XII p. 534.
-
37 ἀλλο-εθνής
ἀλλο-εθνής, ές, von fremdem Volke, D. Sic. 2, 37; πόλεμος, Krieg mit andern Völkern, D. Hal. 2, 76.
-
38 ἀλλο-γνῶτι
ἀλλο-γνῶτι χιτῶνι, Emped. 194, fremdes Kleid (Lob. conj. ἀλλοχρῶτι.).
-
39 ἀλλο-δαπός
ἀλλο-δαπός, ή, όν (s. ποδαπός), anders woher, fremd, H. z. B. δῆμος Il. 19, 324, ξεῖνοι Od. 17, 485, κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες 3, 74. 9, 255, γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει 9, 36; – p. bei Plat. Lys. 212 e; Pind. γυναῖκες P. 4, 50; ἄκρα N. 3, 25; Aesch. φῶτες Spt. 1068 u. a. D. In Prosa, Xen. Cyr. 8, 7, 14, den πολῖται entgegenstehend; ἀλλοδαπῆ Mem. 4, 3, 8; oft Plut. u. Sp.
-
40 ἀλλο-δαπής
ἀλλο-δαπής, ές, Aristid. u. Sp. –
См. также в других словарях:
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek
άλλο — επίρρ. βλ. άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδέτερο τού άλλος με επιρρηματική χρήση) … Dictionary of Greek
ἄλλο — ἄλλος y neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεταβασις εις αλλο γενος — Unter einer Metábasis eis állo génos (gr. μετάβασις εἰς ἄλλο γένος, wörtl. Übergang in eine andere Art, gemeint hier: Begriffssphäre) oder Übergriff in ein anderes Gebiet versteht man zum einen einen plötzlichen Sprung in einer Beweisführung oder … Deutsch Wikipedia
Μετάβασις εις άλλο γένος — (metabasis eis allo genos) (греч.) переход в другой род. Логическая ошибка. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κἄλλο — ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄλλο — ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek