-
1 αλλοιος
31) другой, инойἀ. ἠὲ πάροιθεν Hom. — иной, чем прежде;
ἀ. τινος Plat. — отличный от кого(чего)-л.;ἀλλοίην φύσιν παρέχεσθαι ἢ οἱ ἄλλοι Her. — обладать иными свойствами, чем другие;ἄλλοτε ἀ. Hes., Pind., Xen., Plat. — переменчивый, многообразный;ἀλλοιότεροι ἐγένοντο τὰς γνώμας Thuc. — их образ мыслей переменился2) другой, прочий, остальнойἠμὲν ἐνὴ πτολέμῳ ἠδ΄ ἀλλοίῳ ἐπὴ ἔργῳ Hom. — как на войне, так и в прочих делах
3) неблагоприятный, дурной(εἴ τι γένοιτο ἀλλοῖον Diog.L.)
ἵνα μή τι ἀλλοῖον βουλεύσωνται Her. — чтобы они не приняли какого-л. неблагоприятного решения
См. также в других словарях:
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek