-
1 αλλοθι
adv.1) в другом месте Hom., Plat.ἄ. γαίης Hom. — в другом краю;
ἄ. πάτρης Hom. — на чужбине;μηδαμοῦ ἄ. Plat. — нигде больше;ἄ. καὴ ἄ. Arst. — и здесь, и там2) в другое местоἄ. που (v. l. ἄλλοσέ ποι) σιτηγεῖν ἢ εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον Dem. — везти продовольствие не на аттическую ярмарку, а в другое место
3) иначеἐπεγένετο ἄλλοις ἄ. κωλύματα Thuc. — у всякого были свои препятствия;
ἄ. οὐδαμοῦ Plat. — никаким другим образом, не иначе -
2 άλλοθι
1. επίρρ. уст. в другом месте;2. (τό) юр. алиби -
3 άλλοθι
[аллоти] ουσ. о. άκλ в другом месте,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άλλοθι
-
4 άλλοθι
[аллоти] ουσ ο άκλ в другом месте. -
5 αλλοθ΄
ἄλλοθ΄in elisione = ἄλλοθι См. αλλοθι -
6 -θι
-θι-θῐэнклитический суффикс со значением:1) в (на вопрос «где?»)κηρόθι Hom. — в сердце;
οἴκοθι Hom. — дома, в доме;ἄλλοθι Hom., Plat. — в другом месте;αὐτόθι Hom., Her. — в том самом месте;ἑτέρωθι Hom., Her., Arst. — в другом (из двух) месте;Ἰλιόθι πρό Hom. — перед Илионом2) во времяἠῶθι Hom. — на заре;
ἠῶθι πρό Hom. — до рассвета -
7 μηδαμου
adv.1) нигдеμ. τῶν ὄντων Plat. — решительно нигде;
μ. ἄλλοθι Plat. — ни в каком другом месте, нигде больше2) никакμ. νομίζεσθαι Aesch. — быть совершенно неизвестным;
μ. εἶναι πρός τινα Xen. — ничего не стоить по сравнению с кем-л. -
8 ουδαμου
adv.1) нигдеοὐ. γῆς Her. — нигде решительно;
οὐ. φρενῶν Eur. — не в своем уме2) никуда Xen.3) никакἄλλοθι οὐ. Plat. — никаким другим способом, не иначе;
οὐ. λέγειν τινά Soph. — ни во что не ставить кого-л.; -
9 πανταχου
Iadv.1) (на вопрос «где?») вездеἐν τοῖς λόγοις π. Thuc. — на протяжении всей речи, т.е. беспрерывно повторяя;
κοὐδαμοῦ καὴ π. Eur. — и нигде, и везде2) (на вопрос «куда?») (по)всюду, по всем направлениям(ὄμμα στρέφειν Eur.)
3) во всем, во всех отношениях, вполнеκαὴ ἄλλοθι π. Plat. — и во всем вообще, во всех прочих отношениях;
οὐ π. Plat. — не совсемIIπ. τῆς γῆς Plat. — по всей земле, решительно везде
-
10 πολλαχου
adv.1) во многих местахκαὴ ἄλλοι ἄλλοθι π. ἄνδρες Plat. — да и другие люди во многих других местах;
π. τῆς γῆς Plat. (v. l. πανταχοῦ) — во многих местах земли2) (= πολλαχῇ См. πολλαχη) часто, неоднократно(λέγειν Plat.; λογίζεσθαι Isocr.)
π. μνήμην τινὸς ἔχειν Her. — часто вспоминать о ком-л. -
11 προβάλλω
(αόρ. πρόβαλα и προέβαλαν, παθ. αόρ. προβλήθηκα и προεβλήθην) 1. μετ.1) выставлять, выдвигать; высовывать;προβάλλω τό πόδι μπροστά — спорт, делать выпад;
προβάλλω την κεφαλήν εκ (από) τού παραθύρου — высовывать голову в окно;
τό δέντρο προβάλλει τη σκιά του... — дерево бросает тень...;
2) перен. выставлять, выдвигать;προβάλλω τό επιχείρημα — выставлять аргумент;
προβάλλω αντιρρήσεις — возражать, выставлять возражения;
προβάλλω απαιτήσεις — предъявлять требования;
προβάλλω τό άλλοθι — представлять алиби;
προβάλλω τη δικαιολογία, ο, τι... — приводить в оправдание то, что...;
3) показывать, демонстрировать (фильм и т. п.);2. αμετ. появляться, показываться;προβάλλω στο παράθυρο (είς την θύραν) — показаться в окне (в дверях)
См. также в других словарях:
ἄλλοθι — elsewhere indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλλοθι — Το πραγματικό γεγονός σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος, στον χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, βρισκόταν σε άλλο τόπο και όχι σε εκείνον στον οποίο είχε αυτό γίνει. Έτσι, το ά. αποτελεί σοβαρό αποδεικτικό μέσο για την αθωότητα του… … Dictionary of Greek
άλλοθι — το (νομ.), ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ή η απόδειξη ότι, όταν γινόταν η αξιόποινη πράξη για την οποία τον κατηγορούν, αυτός βρισκόταν σ άλλο τόπο: Ο κατηγορούμενος πρόβαλε για υπεράσπιση του αναμφισβήτητο άλλοθι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄλλοθ' — ἄλλοθι , ἄλλοθι elsewhere indeclform (adverb) ἄλλοτε , ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θι — (Α) 1. κατάληξη τής παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.) 2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek
отъиноудоу — (9*) нар. Из другого места: бѣ видѣти и множьство бещисмене. къ нѥмѹ ѹбо съход˫аще. ѡвѣхъ же ѿ ѡкр(с)ьнихъ мѣстъ. ины же ѿинѹдѹ събьра||въшас˫а. (ἀλλαχόϑεν) ЖФСт к. XII, 162–163; чѧсто бо к нѥмꙊ приход˫ахѹ на вс˫акъ чѧ(с) дрѹзи же ѿинѹдѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CALAMUS — I. CALAMUS Aromaticus, cuius mentio Ierem. c. 6. v. 20. Salmasio non nisi Indicus est, quem ideo Arabicum ac Syriacum nonnullis dici vult, quia ex India in Arabiam et Syriam advehebatur. Sed solum in India crevisle falsum, cum Mosis aevô Iudaeis… … Hofmann J. Lexicon universale
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
αλλοθιγενής — ές αυτός που έχει αλλού τη γενεσιουργό αιτία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. ἄλλοθι + γενὴς < γένος] … Dictionary of Greek
αυτόθι — (AM αὐτόθι) επίρρ. στον ίδιο τόπο, στο ίδιο σημείο νεοελλ. (για παραπομπές) στο ίδιο βιβλίο ή χωρίο του συγγραφέα το οποίο έχει αναφερθεί πιο πάνω αρχ. αμέσως, ευθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός + (επιρρ. κατάλ.) –θι (πρβλ. ακρόθι, άλλοθι, αύθι κ.ά.)] … Dictionary of Greek
κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… … Dictionary of Greek