-
1 αλλοθεν
adv. из другого места, с другой стороныἄ. ἄλλος Hom., Aesch., Soph. — каждый со своей стороны, отовсюду;
ἐκ Ἄργους καὴ ἄ. τῶν Ἑλλήνων Plat. — из Аргоса и из других мест Греции -
2 αμοιβαδις
-
3 παρημαι
-
4 φοιταω
1) носиться взад и вперед, метаться, блуждатьστενάχοντες φοίτων Hom. — они бегали, издавая стоны;
φοιτᾷ ἡμᾶς ἔγχος ἐξαιτῶν πορεῖν Soph. — он бросается из стороны в сторону, прося нас дать ему меч;κύνες φοιτῶσαι Xen. — рыщущие собаки2) (при)ходить или уходитьφοίτα μακρὰ βιβῶσα Hom. — она удалилась большими шагами;
ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος Hom. — они сбежались отовсюду3) порхать, летать(ὄρνιθες φοιτῶσιν Hom.)
4) приходить, (за)хаживать, посещать, бывать(τινι и παρά τινα Plat., πρός τινα и παρά τινι Plut.)
ἐς πολέμους καὴ ἐς ἄγρας φ. Her. — ходить на войну и на охоту;φ. εἰς τὰ διδασκαλεῖα Xen., εἰς διδασκάλου Arph. и εἰς διδασκάλων Plat. — ходить в школу;πολλάκις μοι φοιτῶν τὸ ἐνύπνιον Plat. — часто являвшийся мне сон5) вступать в половую связь, находиться в интимных отношениях(πρὸς и παρὰ τέν γυναῖκα Lys., Plut.; παρὰ и πρὸς τὸν ἄνδρα Her., Plut.)
6) появляться, возникать, распространяться(τρία φοιτᾷ σώματα διὰ τέν ψύξιν, ὕδωρ καὴ χιὼν καὴ χάλαζα Arst.; τὸ Σερτωρίου κλέος ἐφοίτα πανταχόσε Plut.)
ἥδε (ἄλγησίς) μοι ὀξεῖα φοιτᾷ καὴ ταχεῖ΄ ἀπέρχεται Soph. — эта боль сразу у меня появляется и быстро проходит;τάλαντον ἀργυρίου ἡμέρης ἑκάστης ἐφοίτα Her. — ежедневно поступал один талант серебра (дохода);φοιτᾶν σῖτον αὐτοῖς ἐκ Χερρονήσου Lys. — (она сказала), что к ним прибывает хлеб из Херсонеса;λόγος ἐφοίτα Plut. — распространился слух7) ходить в школу, учиться Arph.διδάσκειν τοὺς φοιτῶντας Plat. — обучать учеников;
ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ΄ ἐφοίτων Dem. — ты обучал грамоте, а я учился
См. также в других словарях:
άλλοθεν — ἄλλοθεν επίρρ. (Α) 1. από άλλο μέρος, από αλλού 2. από άλλο πρόσωπο, από άλλη πηγή ή αιτία 3. φρ. «ἄλλοθεν ἄλλος», άλλος από ένα μέρος και άλλος από άλλο «ἄλλοθεν ὁθενοῦν ή ὁποθενοῦν», από οποιοδήποτε άλλο μέρος «ἄλλοθεν ποθεν», από κάποιο άλλο… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
Religion grecque (sources) — Religion grecque antique (sources) La religion grecque antique n existant plus en tant que telle, il n est pas possible de la décrire à partir d observations directes. Il faut donc, pour la connaître, s appuyer sur un ensemble important de… … Wikipédia en Français
Religion grecque antique (sources) — La religion grecque antique n existant plus en tant que telle, il n est pas possible de la décrire à partir d observations directes. Il faut donc, pour la connaître, s appuyer sur un ensemble important de sources, qui sont principalement d ordre… … Wikipédia en Français
Religión de la Antigua Grecia (fuentes) — Saltar a navegación, búsqueda La religión de Grecia Antigua no es posible describirla a partir de observaciones directas. Hace falta pues, para conocerla, apoyarse en un conjunto importante de fuentes, que son principalmente de orden literario,… … Wikipedia Español
πάρημαι — Α 1. κάθομαι, είμαι καθισμένος κοντά σε κάποιον 2. κάθομαι και τρώω στο τραπέζι κάποιου άλλου 3. κατοικώ κοντά σε κάποιον ή κατοικώ μαζί με κάποιον 4. πλησιάζω κάποιον («παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. τού παρέζομαι «κάθομαι… … Dictionary of Greek
εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… … Dictionary of Greek
παρέξειμι — Α [έξειμι (Ι)] 1. βαδίζω παραπλεύρως, προχωρώ κοντά σε κάποιον κατά μήκος («παρὰ τὰς πόλεις παρεξιόντες ἐβόων ἐπὶ τήν Ρώμην πορεύεσθαι») 2. προχωρώ, προσπερνώ («παρεξιόντες δ ἄλλος ἄλλοθεν... ἐξηύδων τάδε», Ευρ.) 3. (για ποταμό) ρέω κοντά σε πόλη … Dictionary of Greek