-
1 ἀλευρ-ώδης
ἀλευρ-ώδης, ες, mehlartig, Galen.
-
2 ἀλευρώδης
См. также в других словарях:
ἄλευρ' — ἄλευρα , ἄλευρον wheat meal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek