Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἄκρως+ἑ

  • 1 ультра

    ультра нескл. о άκρως, о ούλτρα
    * * *
    нескл.
    ο άκρως, ο ούλτρα

    Русско-греческий словарь > ультра

  • 2 крайне

    επίρ.
    πάρα πολύ, άκρως, στο έπακρο, υπερβολικά•

    крайне реакционер άκρως αντιδραστικός.

    Большой русско-греческий словарь > крайне

  • 3 ужас

    α.
    1. φόβος, τρόμος, τρομάρα,φρίκη•

    внушать ужас εμπνέω φόβο•

    сотрогаться от -а τρέμω (ριγώ) από το φόβο•

    какой -! τι φρίκη!•

    привести (приводить) в — καταφοβίζω, καταπτοώ• τρομάζω•

    его объял (охватил) τον κυρίευσε φόβος και τρόμος.

    || φρικαλεότητα•

    -ы войны οι φρ ικαλεότητες του πολέμου•

    рассказывать -ы διηγούμαι φρικαλεότητες.

    2. ως κατηγ, είναι καταπληκτικά, εξαιρετικά•

    ужас как вкусно είναι κατανόστιμος, γευ-στότατος.

    3. επίρ. άκρως, πάρα πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικά, φοβερά•

    ужас далеко πάρα πολύ μακριά•

    ужас плохо πάρα πολύ άσχημα•

    ужас хорошо κάλλιστα, άριστα, περίλαμπρα, περίφημα•

    он ужас милый человек είναι υπέρχαριτωμένος άνθρωπος•

    ужас как холодно κρύο-φρίκη.

    εκφρ.
    до -а – άκρως κλπ. επίρ. βλ. 3 σημ.• ужас что такое βλ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > ужас

  • 4 крайие

    крайи||е
    нареч πάρα πολύ, ἄκρως, είς ἄκρον, ὑπερβολικά:
    \крайие важно πάρα πολύ σοβαρό.

    Русско-новогреческий словарь > крайие

  • 5 top-secret

    adjective (very secret.) άκρως απόρρητος

    English-Greek dictionary > top-secret

  • 6 ultra-

    1) (beyond, as in ultraviolet.) υπερ-
    2) (very or excessively: He's ultra-cautious when he drives a car.) άκρως, υπερβολικά

    English-Greek dictionary > ultra-

  • 7 крайне

    [κράϊνι] εκίρ. πάρα πολύ, άκρως, εις άκρον, υπερβολικά

    Русско-греческий новый словарь > крайне

  • 8 крайне

    [κράϊνι] επίρ πάρα πολύ, άκρως, εις άκρον, υπερβολικά

    Русско-эллинский словарь > крайне

  • 9 вдаться

    вдамся, вдашься, вдастся, вдадимся, вдадитесь, вдадутся, παρλθ. χρ. вдался, -лась, -лось, προστκ. вдайся, ρ.σ.
    1. εισχωρώ, εισέρχομαι, εισδύω, μπαίνω μέσα•

    море далеко -лось в берег η θάλασσα βαθιά εισχώρησε στην ξηρά.

    2. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι, ρίχνομαι με τα μούτρα•

    он -лся в философию αυτός επεδόθηκε στη φιλοσοφία.

    εκφρ.
    вдаться в крайности – μεταπηδώ από τη μια πλευρά στην άλλη, από τη μια άποψη στην άκρως αντίθετη•
    вдаться в обман – ξεγελιέμαι, απατώμαι•
    вдаться в подробности – ξανοίγομαι σε λεπτομέρειες

    Большой русско-греческий словарь > вдаться

  • 10 верноподданный

    επ.
    παλ. πιστός στο βασιλιά, στο μονάρχη. || ως ουσ. α. κ. θ. άκρως βασιλόφρονας, βασιλικός, μοναρχικός.

    Большой русско-греческий словарь > верноподданный

  • 11 вулкан

    α.
    ηφαίστειο•

    действующий вулкан ηφαίστειο εν ενεργεία•

    потухший вулкан σβησμένο ηφαίστειο.

    εκφρ.
    жить (как) на -е – κάθομαι σ’ αναμμένα κάρβουνα ή στα καρφιά, στα αγκάθια (αδημονώ, αγωνιώ, ανησυχώ άκρως).

    Большой русско-греческий словарь > вулкан

  • 12 долготерпеливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    άκρως υπομονητικός, καρτερικός, στωικός• μεγάθυμος, μακρόθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > долготерпеливый

  • 13 неумеренно

    επίρ.
    υπέρμετρα, υπερβολικά, άκρως.

    Большой русско-греческий словарь > неумеренно

  • 14 перебесить

    -бешу, -бесишь
    ρ.σ.μ.
    εξοργίζω, παροργίζω όλους ή πολλούς.
    1. λυσσάζω•

    собаки -лись τα σκυλιά λύσσαξαν.

    2. (για όλους ή πολλούς) εξοργίζομαι άκρως.
    3. μτφ. (απλ.) καθησυχάζω, ξεθυμώνω, ξεχολιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > перебесить

  • 15 позарез

    επίρ.
    (απλ.) άκρως, στο έπακρο, πάρα πολύ, σε αφάνταστο βαθμό.

    Большой русско-греческий словарь > позарез

  • 16 резать

    режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    резать хлеб κόβω ψωμί•

    резать мясо κόβω κρέας•

    резать металл κόβω μέταλλο.

    || διαχωρίζω•

    дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.

    || αυλακώνω•

    лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.

    2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•

    его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•

    резать нарыв σχίζω το απόστημα.

    3. αμ. κόβω•

    нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.

    4. σφάζω•

    резать кур σφάζω τις κότες.

    || κατασχίζω, κατασπαράζω•

    резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.

    5. βλ. вырезать (2 σημ.).
    6. βλ. гравировать.
    7. προξενώ οξύ πόνο•

    ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•

    вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•

    в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.

    || μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•

    резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•

    резать сознание τύπτω τη συνείδηση.

    8. απορρίπτω•

    резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.

    9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.
    10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.
    επιτακτική•

    так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•

    режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•

    пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•

    свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.

    11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.
    12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.
    εκφρ.
    резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.
    1. κόβομαι.
    2. βλ. прорезаться (2 σημ.).
    3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.
    4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.
    5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > резать

  • 17 ужасно

    1. επίρ. πάρα πολύ, φοβερά, υπέρμετρα, υπερβολικά, άκρως•

    он ужасно богат αυτός είναι πάμπλουτος.

    2. ως κατηγ. είναι φοβερό, φρικτό, φρίκη•

    ужасно ехать в такой темноте εί-φοβερό να ταξιδεύεις μέσα σε τέτοιο σκοτάδι•

    это ужасно αυτό είναι φρικτό.

    Большой русско-греческий словарь > ужасно

  • 18 черносотенец

    -нца α.
    ένοπλος της μαύρης εκατονταρχίας (στην τσαρική Ρωσία). || άκρως αντιδραστικός.

    Большой русско-греческий словарь > черносотенец

См. также в других словарях:

  • ἅκρως — ἄκρως , ἄκρος at the farthest point adverbial ἄκρως , ἄκρος at the farthest point masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκρως — ἄκρος at the farthest point adverbial ἄκρος at the farthest point masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Μπόλτσμαν, Λούντβιχ — (Ludwig Boltzmann, Βιέννη 1844 – Ντουίνο, Τεργέστη 1906). Αυστριακός φυσικός. Περάτωσε τις σπουδές του στη Βιέννη το 1869 και έγινε καθηγητής της θεωρητικής φυσικής στο πανεπιστήμιο του Γκρατς σε ηλικία είκοσι πέντε μόλις ετών, αφού προηγούμενα… …   Dictionary of Greek

  • Classified information — Top Secret redirects here. For other uses, see Top Secret (disambiguation). Unclassified redirects here. See also, Unclassified (album). State secrets redirects here. See also, state secrets privilege. A typical classified document. Page 13 of a… …   Wikipedia

  • Geheime Kommandosache — Über Geheimhaltungsstufen wird von einer amtlichen Stelle oder auf deren Veranlassung die Schutzbedürftigkeit von Informationen festgelegt. Dabei wird jedes Objekt (Dokument) gemäß seiner Schutzwürdigkeit und Gefährdung einer Schutzstufe (oder… …   Deutsch Wikipedia

  • Geheimhaltungsstufe — Über Geheimhaltungsstufen wird von einer amtlichen Stelle oder auf deren Veranlassung die Schutzbedürftigkeit von Informationen festgelegt. Dabei wird jedes Objekt (Dokument) gemäß seiner Schutzwürdigkeit und Gefährdung einer Schutzstufe (oder… …   Deutsch Wikipedia

  • VS-NfD — Über Geheimhaltungsstufen wird von einer amtlichen Stelle oder auf deren Veranlassung die Schutzbedürftigkeit von Informationen festgelegt. Dabei wird jedes Objekt (Dokument) gemäß seiner Schutzwürdigkeit und Gefährdung einer Schutzstufe (oder… …   Deutsch Wikipedia

  • VSnfD — Über Geheimhaltungsstufen wird von einer amtlichen Stelle oder auf deren Veranlassung die Schutzbedürftigkeit von Informationen festgelegt. Dabei wird jedes Objekt (Dokument) gemäß seiner Schutzwürdigkeit und Gefährdung einer Schutzstufe (oder… …   Deutsch Wikipedia

  • Verschlussache — Über Geheimhaltungsstufen wird von einer amtlichen Stelle oder auf deren Veranlassung die Schutzbedürftigkeit von Informationen festgelegt. Dabei wird jedes Objekt (Dokument) gemäß seiner Schutzwürdigkeit und Gefährdung einer Schutzstufe (oder… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»