-
1 άκαιρος
-
2 ἄκαιρος
-
3 ἄκαιρος
ἄκαιρος, ον (Aeschyl. et al.; Thu. 5, 65, 2; SIG 1102, 12 [II B.C.]; Sir 20:19; 22:6; TestSol 4:8; Agatharchides: 86 Fgm. 20b Jac. [cited in Jos., Ant. 12, 6] of inapposite religiosity) untimely, ill-timed εὔνοια ἄ. an ill-timed kindness (prov. expr. ἄκαιρος εὔνοιʼ οὐδὲν ἔχθρας διαφέρει ‘untimely goodwill does not differ from hostility’ Zenob., Paroem. 1, 50), which becomes burdensome or dangerous IRo 4:1 (s. Lghtf. ad loc.).—TW. S. καιρός. -
4 ακαιρος
21) несвоевременный, неуместный, некстати задуманный или сказанный, невпопад затеянный, неподобающий(προθυμία Thuc.; ἔπαινος Plat.: ῥαθυμία Dem.; γέλως Men.; στρατήγημα Plut.)
οὐκ ἄκαιρα φαίνεται λέγειν Aesch. — говорит он, повидимому, дело2) неумеренный, чрезмерный(φιλοδοξία, πλησμοναί Plut.)
γνώμη ἄ. ὄλβου Eur. — безграничная жажда богатств3) непрошенный, назойливый, бестактный(γυνή Plut.)
4) неподходящий, непригодныйφυλάττειν οὐκ ἄ. Xen. — пригодный для несения охраны
-
5 ἄκαιρος
ἄκαιρος, ον,A ill-timed, unseasonable,ἐς ἄκαιρα πονεῖν Thgn.919
;οὐκ ἄκαιρα λέγειν A.Pr. 1036
;ἄ. κένωσις Hp.VM10
;προθυμία Th.5.65
; ; e;ῥᾳθυμία D.18.46
,γέλως Men.Mon.88
. Adv. , Ch. 624 (both lyr.), Hp. Acut. 17, al.: [comp] Comp.- οτέρως Id.Epid.1.19
: neut. pl. as Adv.,ἄκαιρ' ἀπώλλυτο E.Hel. 1081
.II of persons, importunate, troublesome, Thphr.Char.12;ἄ. καὶ λάλος Alciphr.3.62
.2 c. inf., ill-suited to do a thing, X.Eq.Mag.7.6 ([comp] Comp.).III ἄκαιρον, τό, = μυρσίνη ἀγρία, Dsc.4.144.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκαιρος
-
6 άκαιρος
η, ο [ος, ον ] несвоевременный, неуместный, неподходящий;§ άκαιρο παιδί — недоношенный ребёнок
-
7 άκαιρος
[акэрос] εκ. несвоевременный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άκαιρος
-
8 ἄκαιρος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-2=2 Sir 20,19; 22,6unseasonable, unsuitable→TWNT -
9 άκαιρος
[акэрос] επ несвоевременный. -
10 ἄκαιρος
ἄ-καιρος, nicht zur gelegenen Zeit, ungelegen, unzeitig; zur Unzeit, umsonst sich anstrengen; aktiv nicht Maß haltend im Glück; lästig, zudringlich -
11 άκαιρος
zamansız, vakitsiz -
12 sırasız
άκαιρος, ακατάλληλος -
13 vakitsiz
άκαιρος, ανεπίκαιρος, παράκαιρος, πρώιμος -
14 zamansız
άκαιρος, ανεπίκαιρος -
15 ακαιρότερον
ἄκαιροςill-timed: adverbial compἄκαιροςill-timed: masc acc comp sgἄκαιροςill-timed: neut nom /voc /acc comp sg -
16 ἀκαιρότερον
ἄκαιροςill-timed: adverbial compἄκαιροςill-timed: masc acc comp sgἄκαιροςill-timed: neut nom /voc /acc comp sg -
17 ακαιριμος
-
18 несвоевременный
-
19 несвоевременный
несвоевременн||ыйприл ἄκαιρος, (παρ)ἄκαιρος, μή Εγκαιρος, ἄτοπος. -
20 άκαιρ'
См. также в других словарях:
ἄκαιρος — ill timed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… … Dictionary of Greek
άκαιρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έγινε στην κατάλληλη ώρα: Η επέμβασή σου στην υπόθεση αυτή ήταν άκαιρη. 2. ανάρμοστος: Τα λόγια που είπε το λιγότερο ήταν άκαιρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαιρότερον — ἄκαιρος ill timed adverbial comp ἄκαιρος ill timed masc acc comp sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότατα — ἄκαιρος ill timed adverbial superl ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότατον — ἄκαιρος ill timed masc acc superl sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαίρως — ἄκαιρος ill timed adverbial ἄκαιρος ill timed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκαιρον — ἄκαιρος ill timed masc/fem acc sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιροτέρως — ἄκαιρος ill timed masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότερα — ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότεροι — ἄκαιρος ill timed masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)