-
1 αειδω
стяж. ᾄδω (ᾰ, in crasi тж. ᾱ; fut. ᾄσομαι - эп. тж. ἀείσομαι - редко ἀείσω и ᾄσω, дор. ᾀσεῦμαι и ᾀσῶ, impf. ᾖδον - эп. ἤειδον и ἄειδον, aor. ᾖσα - эп. ἄεισα и ἄεισον; aor. pass. ᾔσθην)1) петь(παιήονα Hom.; ᾄσματα καὴ σκώμματα Plut.; πρὸς и ὑπ΄ αὐλόν Arst., Plut.)
ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων Plat. — с пением петухов;τὰ λεχθέντα καὴ ᾀσθέντα Plat. — повествования и песни;2) воспевать, славить песнями(μῆνιν Ἀχιλῆος, κλέα ἀνδρῶν Hom.; τινά Pind.)
νευρέ ἄεισε Hom. — тетива запела;παρὰ πάντων ᾄδεσθαι Luc. — быть прославляемым всеми3) pass. оглашаться
См. также в других словарях:
ἄειδον — ἄ̱ειδον , ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἄ̱ειδον , ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 1st … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπλεκτος — ον, Α [περιπλέκω] (για τα πόδια χορευτών) αυτός που περιπλέκεται, που διασταυρώνεται με άλλους («ἄειδον δ ἄρα πᾱσαι ἐς ἕν μέλος ἐγκροτέοισαι ποσὶ περιπλέκτοις», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek