-
1 καταπολεμεω
1) покорять военной силой, побеждать на войне, завоевывать(τέν Πελοπόννησον Thuc.; τοὺς ἐναντίους Arst.; τοὺς Ἀθηναίους Plut. - ср. 2; δόξαν ἥ πόλις ἔσχε μήποτ΄ ἂν καταπολεμηθῆναι Plat.)
2) вести войну, воеватьτοὺς Ἀθηναίους κ. Thuc. — воевать против афинян (ср. 1);
ἄλλοις καταπολεμῶν ἐκράτησε Plut. — воюя с остальными (галлами, Цезарь) вышел победителем3) истощать войной(τέν πόλιν Thuc.)
См. также в других словарях:
ἐκράτησε — κρατέω to be strong aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
JONIUM Mare dicitur — non quod Ioniam allnit, sed quodinter Siciliam et Graeciam interfusum, Macedoniam, Epirum, Achaiam et Peloponnesum ad Occid. attingit; il mar Gionio diony s. idem facit cum Hadriatico mari v. 92. Κεῖθεν δ᾿ εὐρυνθεῖσα τιταίνεται Α᾿δρΐας ἅλμη Πρὸς… … Hofmann J. Lexicon universale
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek