Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἁφή

  • 1 осязание

    осязание с η αφή
    * * *
    с
    η αφή

    Русско-греческий словарь > осязание

  • 2 осязание

    η αφή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осязание

  • 3 невиимание

    невиимани||е
    с
    1. ἡ ἀφηρημόδα, ἡ Απροσεξία:
    по \невииманиею ἀπό ἀπροσεξία, ἀπό ἀφη-ρημάδα·
    2. (пренебрежение, неуважение) ἡ ἀδιαφορία / ἡ ἀγένεια (невежливость):
    \невиимание к интересам покупателя ἀδια-φορία γιά τά συμφέροντα τῶν ἀγοραστών.

    Русско-новогреческий словарь > невиимание

  • 4 осязание

    осяза||ние
    с ἡ ἀφή:
    чу́вство \осязаниения ἡ αίσθηση τής ἀφής· о́рган \осязаниения τό ὀργανο τής ἀφής.

    Русско-новогреческий словарь > осязание

  • 5 touch

    1. verb
    1) (to be in, come into, or make, contact with something else: Their shoulders touched; He touched the water with his foot.) αγγίζω
    2) (to feel (lightly) with the hand: He touched her cheek.) αγγίζω
    3) (to affect the feelings of; to make (someone) feel pity, sympathy etc: I was touched by her generosity.) συγκινώ
    4) (to be concerned with; to have anything to do with: I wouldn't touch a job like that.) έχω σχέση με
    2. noun
    1) (an act or sensation of touching: I felt a touch on my shoulder.) άγγιγμα
    2) ((often with the) one of the five senses, the sense by which we feel things: the sense of touch; The stone felt cold to the touch.) αφή
    3) (a mark or stroke etc to improve the appearance of something: The painting still needs a few finishing touches.) πινελιά
    4) (skill or style: He hasn't lost his touch as a writer.) επιδεξιότητα, τεχνική, ύφος
    5) ((in football) the ground outside the edges of the pitch (which are marked out with touchlines): He kicked the ball into touch.) πλαϊνό (στο ποδόσφαιρο)
    - touchingly
    - touchy
    - touchily
    - touchiness
    - touch screen
    - in touch with
    - in touch
    - lose touch with
    - lose touch
    - out of touch with
    - out of touch
    - a touch
    - touch down
    - touch off
    - touch up
    - touch wood

    English-Greek dictionary > touch

  • 6 touch screen

    noun (a computer screen that responds to the user's touch on its surface.) οθόνη Η/Υ που ανταποκρίνεται με την αφή του χρήστη

    English-Greek dictionary > touch screen

  • 7 бархатистый

    επ., βρ: -тист, -а, -о
    βελούδινος, -ένιος. || μτφ. (για ήχο, φωνή) ευχάριστος, μαλακός. || απαλός στην αφή.

    Большой русско-греческий словарь > бархатистый

  • 8 выщупать

    ρ.σ.μ. ψηλαφώ, πασπατεύω, ψάχνω να βρω με την αφή.

    Большой русско-греческий словарь > выщупать

  • 9 выщупывать

    ρ.δ.
    βλ. выщупать.
    ψηλαφώ, πασπατεύω, ψαύω, ψάχνω να βρω με την αφή.

    Большой русско-греческий словарь > выщупывать

  • 10 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 11 осязаемый

    επ. από μτχ.
    απτός, ψηλαφητός• αισθητός με την αφή.

    Большой русско-греческий словарь > осязаемый

  • 12 осязание

    ουδ. η αφή•

    чувство -я το αίσθημα της αφής•

    органы -я όργανα της αφής.

    Большой русско-греческий словарь > осязание

  • 13 осязательность

    θ.
    ψαύση, άγγισμα, αφή.

    Большой русско-греческий словарь > осязательность

  • 14 прощупывать

    ρ.δ.
    βλ. прощупать (1, 2 σημ.).
    1. ψηλαφίζομαι, επιψαύομαι.
    2. αντιλαμβάνομαι με την ψηλάφιση, με την αφή.

    Большой русско-греческий словарь > прощупывать

  • 15 шершаветь

    -еет
    ρ.δ. γίνομαι τραχύς (κατά την αφή).

    Большой русско-греческий словарь > шершаветь

  • 16 шершавить

    -влю, -вишь
    ρ.δ.μ. τραχύνω, κάνω τραχύν (κατά την αφή).
    βλ. шершаветь.

    Большой русско-греческий словарь > шершавить

  • 17 Contact

    subs.
    Touch: P. ἁφή, ἡ.
    Intercourse: P. and V. ὁμιλία, ἡ, συνουσία, ἡ, κοινωνία, ἡ, P. ἐπιμιξία, ἡ.
    Come in contact with, v.: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), P. ἐπιμίσγεσθαι (dat.).
    Fall in with: P. and V. ἐντυγχνειν (dat.).
    Collide with: see Collide.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Contact

  • 18 Feeling

    subs.
    Sense of touch: P. ἁφή, ἡ, ἐπαφή, ἡ.
    Sensation: P. πάθος, τό, πάθημα, τό.
    Distress: P. and V. ἔκπληξις, ἡ.
    Perception: P. and V. αἴσθησις, ἡ, V. αἴσθημα, τό; see Perception.
    Good feeling: P. εὐγνωμοσύνη, ἡ.
    Friendly feeling: P. and V. εὔνοια, ἡ.
    I understand your feeling: use P. and V. γιγνώσκω ἃ πάσχετε.
    A feeling of anger: use simply anger.
    Opinion: P. and V. δόξα, ἡ, γνώμη, ἡ; see Opinion.
    ——————
    adj.
    Considerate: P. and V. φιλάνθρωπος, ἐπιεικής, P. εὐγνώμων.
    Touching: P. and V. οἰκτρός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Feeling

  • 19 Touch

    subs.
    Sense of: P. ἁφή, ἡ, ἐπαφή, ἡ.
    Blow: P. and V. πληγή, ἡ.
    A touch of, met.: use τι, e. g., a touch of suspicion: P. and V. πονοίας τι.
    Be in touch with: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.).
    Get into touch with ( an enemy): P. and V. ὁμόσε χωρεῖν (dat.).
    Bring into touch with, adapt: P. and V. προσαρμόζειν; see Adapt.
    Put the finishing touch to: see under Finishing.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἐφάπτεσθαι (gen.) (Plat.), V. θιγγνειν (gen.) (also Xen.), προσθιγγνειν (gen.), ψαύειν (gen.) (rare P.), ἐπιψαύειν (gen.), προσψαύειν (absol.), ποτιψαύειν (absol.), χρώζειν (acc.) (Eur., Phoen. 1625).
    met., affect, move: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. ἀνθάπτεσθαι (gen.), θιγγνειν (gen.), ψαύειν (gen.); see Affect.
    Overcome: P. κατακλᾶν, P. and V. θέλγειν (Plat. but rare P.), τέγγειν (Plat. but rare P.), V. νικᾶν.
    Soften: V. μαλθάσσειν, Ar. and V. μαλάσσειν.
    Take in hand: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἐγχειρεῖν (dat.), ἐπιχειρεῖν (dat.). Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.). V. θιγγνειν (gen.) (also Xen. but rare P.), προσθιγγνειν (gen.), ψαύειν (gen.), ἐπιψαύειν (gen.).
    Touch at, put in at: P. and V. προσσχεῖν ( 2nd aor. of προσέχειν) (dat. or εἰς, acc. or V. acc. alone). P. σχεῖν ( 2nd aor. of ἔχειν) (dat. or πρός. acc.), V. ψαύειν (gen.) (Eur., Or. 369); see under put in.
    Touch on: see touch upon.
    Border on: P. ἔχεσθαι (gen.).
    Touch up, work up: Ar. and P. περγάζεσθαι.
    Touch upon: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.) (Eur. Hec. 586). P. ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.) (Plat., Rep. 449D); see Discuss, Skim.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Touch

См. также в других словарях:

  • ἁφή — lighting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… …   Dictionary of Greek

  • ἁφῇ — ἅπτω fasten aor subj pass 3rd sg ἁφάω to handle pres subj mp 2nd sg (doric) ἁφάω to handle pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἁφάω to handle pres subj act 3rd sg (doric) ἁφάω to handle pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁφή lighting fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφή — η μία από τις πέντε αισθήσεις: Αισθητήριο της αφής είναι το δέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφῇ — ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁφῆι — ἁφῇ , ἅπτω fasten aor subj pass 3rd sg ἁφῇ , ἁφάω to handle pres subj mp 2nd sg (doric) ἁφῇ , ἁφάω to handle pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἁφῇ , ἁφάω to handle pres subj act 3rd sg (doric) ἁφῇ , ἁφάω to handle pres ind act 3rd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀφῆι — ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἐφῇ , ἐφίημι send to aor subj act 3rd sg ἐφῇ , ἐφίημι send to aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφῆι — ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁφαῖς — ἁφή lighting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁφαί — ἁφή lighting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁφήν — ἁφή lighting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»