1 αρπαλεως
(πίνειν καὴ ἐσθίειν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь > αρπαλεως
Ἁρπαλέως — Ἁρπάλευς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέως — ἁρπαλέος devouring adverbial ἁρπαλέος devouring masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)