-
1 ναυπηγια
ион. ναυπηγίη ἥ (тж. ν. τριήρων и νεῶν Thuc.) кораблестроение, постройка кораблей
См. также в других словарях:
ἁρμόζειν — ἁρμόζω fit together pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek