-
21 ευαρμοστος
21) слаженный, хорошо подобранный(κάλαμοι Eur.)
2) стройный, гармоничный(μέλος Plat.)
3) подходящий(ὄνομα Plat.)
4) приспособленный, пригодный(πρός τι Isocr., Polyb., Plut. и τινι Plut.)
εὐάρμοστον ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Plat. — приноравливаться ко всему -
22 αρμοστή
ἁρμοστήςone who arranges: masc dat sg (attic epic ionic)ἁρμοστόςjoined: fem dat sg (attic epic ionic) -
23 ἁρμοστῇ
ἁρμοστήςone who arranges: masc dat sg (attic epic ionic)ἁρμοστόςjoined: fem dat sg (attic epic ionic) -
24 αρμοστής
-
25 ἁρμοστῆς
-
26 αρμοσταίς
-
27 ἁρμοσταῖς
-
28 αρμοσταί
-
29 ἁρμοσταί
-
30 αρμοστοίς
-
31 ἁρμοστοῖς
-
32 αρμοστού
-
33 ἁρμοστοῦ
-
34 αρμοστοί
-
35 ἁρμοστοί
-
36 αρμοστούς
-
37 ἁρμοστούς
-
38 αρμοστώς
-
39 ἁρμοστῶς
-
40 αρμοστάς
ἁρμοστά̱ς, ἁρμοστήςone who arranges: masc acc plἁρμοστά̱ς, ἁρμοστήςone who arranges: masc nom sg (epic doric aeolic)ἁρμοστά̱ς, ἁρμοστόςjoined: fem acc pl
См. также в других словарях:
ἁρμοστός — joined masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμοστός — ή, ό (Α ἁρμοστός, ή, όν) [αρμόζω] ο προσαρμοσμένος κατάλληλα, ο κατάλληλος αρχ. ως ουσ. ο μνηστήρας, η μνηστή … Dictionary of Greek
ἁρμοστόν — ἁρμοστός joined masc acc sg ἁρμοστός joined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστοῖς — ἁρμοστός joined masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστοί — ἁρμοστός joined masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστούς — ἁρμοστός joined masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστῆς — ἁρμοστός joined fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστή — ἁρμοστός joined fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστῶς — ἁρμοστός joined adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστά — ἁρμοστά̱ , ἁρμοστής one who arranges masc nom/voc/acc dual ἁρμοστής one who arranges masc voc sg ἁρμοστής one who arranges masc nom sg (epic) ἁρμοστός joined neut nom/voc/acc pl ἁρμοστά̱ , ἁρμοστός joined fem nom/voc/acc dual ἁρμοστά̱ , ἁρμοστός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek