-
61 μεθυστικος
31) склонный к пьянству, любящий выпить(μ. καὴ ἐρωτικός Plat.; φίλοινος καὴ μ. Plut.)
2) опьяняющий, пьянящий(ἁρμονία Arst.)
-
62 ξυμφωνεω
1) звучать согласноἐκ πασῶν ὀκτὼ οὐσῶν μία ἁρμονία ξυμφωνεῖ Plat. — из всех восьми (звуков) образуется одно стройное созвучие
2) соглашаться, быть единодушным(τινι Plat.)
συμπεφωνημένος παρὰ πᾶσι Diod. — всеми признанный;συμπεφώνηται τέν ἁρπαγέν ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ γεγονέναι Diod. — по общему мнению, похищение (Коры) состоялось на этом именно острове3) (редко med.) совпадать, соответствовать, согласоваться, гармонироватьσυμφωνίαν τέν ἀρίστην σ. πρὸς ἄλληλα Arst. — находиться в величайшей взаимной согласованности4) приходить к соглашению(περί τινος Polyb.)
τὸ συμφωνηθέν Diod. — соглашение;συμφωνήσας μετὰ τῶν ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τέν ἡμέραν NT. — договорившись с работниками по динарию в день5) единодушно провозглашать(μιᾷ φωνῇ σ., ὡς πάντα καλῶς κεῖται Plat.)
6) составлять заговорσ. τινι πρός τινα Arst. — вступать в заговор с кем-л. против кого-л.
-
63 συμφωνεω
1) звучать согласноἐκ πασῶν ὀκτὼ οὐσῶν μία ἁρμονία ξυμφωνεῖ Plat. — из всех восьми (звуков) образуется одно стройное созвучие
2) соглашаться, быть единодушным(τινι Plat.)
συμπεφωνημένος παρὰ πᾶσι Diod. — всеми признанный;συμπεφώνηται τέν ἁρπαγέν ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ γεγονέναι Diod. — по общему мнению, похищение (Коры) состоялось на этом именно острове3) (редко med.) совпадать, соответствовать, согласоваться, гармонироватьσυμφωνίαν τέν ἀρίστην σ. πρὸς ἄλληλα Arst. — находиться в величайшей взаимной согласованности4) приходить к соглашению(περί τινος Polyb.)
τὸ συμφωνηθέν Diod. — соглашение;συμφωνήσας μετὰ τῶν ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τέν ἡμέραν NT. — договорившись с работниками по динарию в день5) единодушно провозглашать(μιᾷ φωνῇ σ., ὡς πάντα καλῶς κεῖται Plat.)
6) составлять заговорσ. τινι πρός τινα Arst. — вступать в заговор с кем-л. против кого-л.
-
64 συνθεσις
- εως ἥ1) соединение, складывание(τῶν μορίων Arst.)
2) сочленение(ὀστῶν Arst.)
3) сочетание, связь(ἁρμονία ἢ ἄλλη τι σ. Plat.)
γραμμάτων συνθέσεις Aesch. — буквосочетания, т.е. искусство письма;ὀνομάτων σ. Arst. — словосочетание4) сочинение, слагание(τῶν μέτρων Arst.; τῶν ἐπῶν Diod.):
5) связывание, синтез6) составление, приготовление(φαρμάκων Diod.)
ἥ τῶν στρωμάτων σ. Plat. — изготовление ковров7) мат. сложение Plut.8) условие, соглашениеἐκ συνθέσεως Diod. — согласно условию;
συνθέσεις περὴ γάμων Plut. — брачный договор -
65 Φρυγιος
3 и 2(ῠ) фригийский(αἶα Aesch.; μέλη Eur.; ἁρμονία Luc.)
Φρύγια δείματα Eur. — страшные символы фригийского культа -
66 Αρμονιάων
-
67 Ἁρμονιάων
-
68 Αρμονίαι
-
69 Ἁρμονίαι
-
70 Αρμονίαν
-
71 Ἁρμονίαν
-
72 αρμονιών
-
73 ἁρμονιῶν
-
74 αρμονίαις
-
75 ἁρμονίαις
-
76 αρμονίαισι
-
77 ἁρμονίαισι
-
78 αρμονίαισιν
-
79 ἁρμονίαισιν
-
80 αρμονίηι
См. также в других словарях:
ἁρμονία — ἁρμονίᾱ , ἁρμονία means of joining fem nom/voc/acc dual ἁρμονίᾱ , ἁρμονία means of joining fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρμονία — Ἁρμονίᾱ , Ἁρμονίη fem nom/voc/acc dual Ἁρμονίᾱ , Ἁρμονίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρμονίᾳ — Ἁρμονίᾱͅ , Ἁρμονίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμονία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφή του Φόβου και του Δείμου, σύζυγος του Κάδμου. Στον πανηγυρισμό του γάμου της, τον υμέναιο έψαλαν οι ίδιες οι Μούσες και ήταν παρόντες όλοι οι θεοί του Ολύμπου, που έφεραν πλούσια και… … Dictionary of Greek
ἁρμονίᾳ — ἁρμονίαι , ἁρμονία means of joining fem nom/voc pl ἁρμονίᾱͅ , ἁρμονία means of joining fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμονία — η 1. μουσική συμφωνία. 2. ομόνοια, σύμπνοια: Στο αντρόγυνο αυτό δεν υπάρχει αρμονία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
.αρμονίας — ἁρμονίᾱς , ἁρμονία means of joining fem acc pl ἁρμονίᾱς , ἁρμονία means of joining fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονίας — ἁρμονίᾱς , ἁρμονία means of joining fem acc pl ἁρμονίᾱς , ἁρμονία means of joining fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονίαι — ἁρμονία means of joining fem nom/voc pl ἁρμονίᾱͅ , ἁρμονία means of joining fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονιάων — ἁρμονιά̱ων , ἁρμονία means of joining fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονίαν — ἁρμονίᾱν , ἁρμονία means of joining fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)