Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἁμέρας

См. также в других словарях:

  • ἀμερᾶς — ἀμερής without parts masc/fem acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμέρας — ἁ̱μέρᾱς , ἥμερος tame fem acc pl (doric) ἁ̱μέρᾱς , ἥμερος tame fem gen sg (attic doric aeolic) ἁ̱μέρᾱς , ἡμέρα day fem acc pl (doric) ἁ̱μέρᾱς , ἡμέρα day fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… …   Dictionary of Greek

  • σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»