-
1 αμαρτη
-
2 ἁμάρτῃ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁμάρτῃ
-
3 επει
conj.1) ( время):αὐτίκ΄ ἐ., ἐ. τάχιστα, ἐ. εὐθέως, ἐ. τὰ πρῶτα, ἐ. τὸ πρῶτον — как только, как скоро:
- (с ind., преимущ. aor. при прошлом недлит. действии и impf. при прошлом длит. действии)ἐ. ὑπητίαζεν ἥ φάλαγξ καὴ ἥ σάλπιγξ ἐφθέγξατο Xen. — после того, как фаланга стала двигаться и зазвучала труба
- (с conjct. + ἄν, поэт. κε при обозначении предстоящей возможности; иногда ἐ. + ἄν переходят в ἐπάν, ἐπήν, у Her. ἐπεάν)ἐμὲ δ΄ ἄξει ἀνέρ ὅδε, ἐ. κε πυρὸς θερέω Hom. — меня же проводит этот человек, когда согреюсь у огня;
— (с оттенком повторности или привычности, иногда без ἄν или κε):ἐ. ἁμάρτῃ Soph. — всякий раз как (кто-л.) ошибетсяοἱ ὄνοι, ἐ. τις διώκοι, προδραμόντες ἕστασαν Xen. — ослы, когда их кто-л. преследовал, пробежав вперед, останавливались
- (в косв. речи)αὐτὸς δὲ ἐ. διαβαίης, ἀπιέναι ἔφησθα Xen. — ты сам сказал, что как только совершишь переход, уйдешь
- (с inf. по attractio modi)ἐ. οἱ γενομένους τοὺς παῖδας ἀνδρωθῆναι Her. — когда родившиеся у нее мальчики возмужали
(2) (с aor., impf. или praes.) с тех пор какἐ. Τροίης πτολίεθρον ἔπερσεν Hom. — с тех пор как (Одиссей) разрушил город Трою
2) ( причинность) ибо, так как, потому что:(1) (с ind.)ἐ. καὴ τοῖς θηρίοις πόθος τις ἐγγίγνεται Xen. — так как и у животных зарождается некая привязанность
ἐ. οὔποτ΄ ἂν στόλον ἐπλεύσατ΄ ἂν τόνδε Soph. — ибо вы не предприняли бы этого путешествия;
ἐ. ἂν μάλα τοι σχεδὸν ἔλθοι Hom. — так как (Гектор) совсем вплотную к тебе подойдет;(в обращении, — с подразумеваемым - (по)слушай (же);):ξεῖν΄, ἐ. ἂρ δέ ταῦτά μ΄ ἀνείρεαι Hom. — (послушай же), чужеземец, поскольку ты уж спрашиваешь об этом;(в — отриц. предложении иногда):— потому что иначе, ибо в противном случае:ἐ. ὑμεῖς γε οὐδ΄ ἂν νέμεσθαι δύναισθε Xen. — ибо иначе вы не могли бы пастись3) ( следствие) поэтому, следовательно; перед imper.— же, а, ну:
ἐ. δίδαξον Soph. — (так) скажи же;ἐ. ἔρου τινὰ τουτωνί Plat. — а ну спроси кого-л. из этих4) (в уступительном знач.) хотя, однако, все жеἐ. καὴ τοῦτό γέ μοι δοκεῖ καλὸν εἶναι, εἴ τις οἷός τ΄ εἴη παιοεύειν ἀνθρώπους Plat. — впрочем, мне кажется, что хорошо, когда кто-л. в состоянии воспитывать людей
-
4 ρησσω
атт. ῥήττω1) ударятьῥήσσοντες ἁμαρτῇ (sc. ποσί) Hom. — дружно топая ногами;
ῥ. τύμπανα Anth. — бить в бубны2) опрокидывать, повергать на землю(τινά NT.)
См. также в других словарях:
αμαρτή — ἁμαρτῇ και ἁμαρτῆ ή ἁμαρτῆ επίρρ. (Α) τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος τ. οργανικής πτώσης τού επιθ. *ἅμαρτος με επιρρηματική χρήση. Με το επίθ. *ἅμαρτος συνδέεται επίσης και ο ρηματ. τ. ἀμαρτῶ. Η λ. άμαρτος θεωρείται σύνθετη… … Dictionary of Greek
ἁμαρτῆ — together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτή — ἁμαρτῆ together epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτῇ — ἁμαρτέω attend pres subj mp 2nd sg ἁμαρτέω attend pres ind mp 2nd sg ἁμαρτέω attend pres subj act 3rd sg ἁμαρτῆ together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμάρτη — ἁ̱μάρτη , ἁμαρτέω attend imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁμαρτέω attend pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἁμαρτέω attend imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμάρτῃ — ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj mp 2nd sg ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτῆι — ἁμαρτῇ , ἁμαρτέω attend pres subj mp 2nd sg ἁμαρτῇ , ἁμαρτέω attend pres ind mp 2nd sg ἁμαρτῇ , ἁμαρτέω attend pres subj act 3rd sg ἁμαρτῇ , ἁμαρτῆ together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμάρτηι — ἁμάρτῃ , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj mp 2nd sg ἁμάρτῃ , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ομάριος — Ὁμάριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. τού Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων τής Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος… … Dictionary of Greek
αμαρτήδην — ἁμαρτήδην επίρρ. (Μ) αμαρτή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτῇ + παραγ. κατάλ. επίρρ. δην] … Dictionary of Greek
ομαρτώ — ὁμαρτῶ, έω (Α) (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ ἄμφω», Ομ. Οδ.) 2. συνοδεύω, συμπορεύομαι, συμβαδίζω («ἐν νηΐ θοῇ ἤ πεζὸς ὁμαρτέων», Ομ. Ιλ.) 3. επιτίθεμαι μαζί με άλλον («ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῑς… … Dictionary of Greek