-
1 αμαμαξυς
-
2 ψευδαμαμαξυς
См. также в других словарях:
αμάμαξυς — ἀμάμαξυς ( υος και υδος), η (Α) κληματαριά που στηρίζεται σε δύο πασσάλους 2. χωλός που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. άμάμαξυς με δασεία κατά παρετυμολογική σύνδεση με το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως,… … Dictionary of Greek
ἁμάμαξυς — vine trained on two poles fem nom sg ἁμάμαξυς vine trained on two poles fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμάμαξυν — ἁμάμαξυς vine trained on two poles fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαμάμαξυς — αμάξυος, ὁ, Α ψευδής άμπελος, φυτό που μοιάζει με κλήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἁμάμαξυς «άμπελος»] … Dictionary of Greek