-
1 ἁλι-νήκτειρα
ἁλι-νήκτειρα, ἐλαία, im Salzwasser schwimmend, Gaet. 3 (VI, 190), = ἁλίπαστος.
-
2 ἁλινήκτειρα
См. также в других словарях:
αλινήκτειρα — ἁλινήκτειρα, η (Α) αυτή που κολυμπάει μέσα σε αλατισμένο νερό (για ελιά μέσα στην άρμη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι* + νήκτειρα < νήχω «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek