-
1 χνοος
См. также в других словарях:
χνους — ο / χνοῡς, oū, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χνόος, στον Αριστοφ. και στον Ευρ. και τ. θηλ. χνοῡς, ἡ, Α (στη νεοελλ. λόγιος τ.) το λεπτότατο τρίχωμα που καλύπτει τα φύλλα και τους καρπούς ορισμένων φυτών, καθώς και το πρόσωπο τών εφήβων, το χνούδι (α.… … Dictionary of Greek