-
1 χνόος
Aχνοός Choerob. in Theod.1.234H.
; dat.χνοΐ Thphr.CP6.10.7
, Gal.13.850:—ἁλὸς χ. incrustation from salt water, ἔκ κεφαλῆς ἔσμηχεν ἁλὸς χνόον, Od.6.226; wool pulled for stuffing cushions, flock, f.l. for μνοῦς in Hp.Mul.1.61; used in applying a powder, Gal. l.c.; chaff, LXXPs.1.4: powder, prov., [ὄνος] εἰς ἄχυρα καὶ χνοῦν Ar.Fr.76
; dust of the earth, LXX 2 Ki.22.43, 2 Ch.1.9; ὡς δοκεῖν τοῦ καλουμένου χνοῦ μεστοὺς εἶναι (sc. τοὺς ὀφθαλμούς) Gal.16.552.II fine down on a flower or in the seed-vessel, Thphr.HP2.8.4, D.S.2.59: bloom on fruit,ἐν Καρίᾳ φασὶν ἄπιόν τιν' ἔχειν χνοῦν ἁλμώδη Thphr.CP6.10.7
;μάλων χνοῦς ἐπικαρπίδιος AP9.226
(Zon.); the first down on the chin or cheeks,χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει Ar.Nu. 978
(anap.); (Diod.);θηλείαις οὐδ' ὅσσον ἐπὶ χνόος ἦλθε παρειαῖς Call.Ap.37
;ἐντίκτει τι χνοῦ ἀνάπλεων Arist.HA 605b15
: pl., D.H.Dem.51.2 metaph., bloom or film of archaism in writing, ὅ τε πίνος αὐτῇ (i.e. in Plato's style) [καὶ χ.] ὁ τῆς ἀρχαιότητος.. ἐπιτρέχει interpol. in D.H.Dem.5; ἐπανθεῖ τις.. χνοῦς ἀρχαιοπινής ib.38, cf. Plu.2.79d; οἱονεὶ τῆς γονίμου φύσεως χ., of χλόη, Porph.Abst.2.5. (Cf. χνιαρωτέρα, χνίει.) -
2 χνόος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χνόος
См. также в других словарях:
χνους — ο / χνοῡς, oū, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χνόος, στον Αριστοφ. και στον Ευρ. και τ. θηλ. χνοῡς, ἡ, Α (στη νεοελλ. λόγιος τ.) το λεπτότατο τρίχωμα που καλύπτει τα φύλλα και τους καρπούς ορισμένων φυτών, καθώς και το πρόσωπο τών εφήβων, το χνούδι (α.… … Dictionary of Greek