-
1 ἁλμάς
ἁλμάς, άδος, ἡ, mit Salz eingemacht, γογγυλίδες, u. bes. ἐλαία, s. Ath. II, 56 b; Ar. ib.; Ath. IV, 133 a; auch αἱ άλμάδες allein, wie Eupol. ib. 1 70 d; der att. Ausdruck für κολυμβάδες, nach Atticisten.
-
2 ἁλμάς
-
3 τάχος
τάχος, εος, τό, Schnelligkeit, Geschwindigkeit; ἵππ οισι Αϑήνη νῠν ὤρεξε τάχος, Il. 23, 406. 515; ἐν τάχει, Pind. N. 5, 35; δελφῖνι τάχος δι' ἅλμας ἴσον, N. 6, 67; ὡς τάχος, P. 4, 164; τάχος γὰρ ἔργου καὶ ποδῶν ἅμ' ἕψεται, Soph. Ai. 801; τὸ τάχος σου τῶν φρενῶν δέδοικα, Eur. Bacch. 669; u. in Prosa: πῶς τάχους ἔχει, Plat. Gorg. 451 d; auch im plur., Legg. X, 893 d u. A.; adverbial, vgl. Her. 5, 106; κατὰ τάχος, 4, 127. 7, 178; ὅ τι τάχος, 9, 7; ὡς εἶχον τάχους, 7, 2, u. ä. Vrbdgn, wie auch τάχος allein; οὐκ αναστήσῃ τάχος, Aesch. Eum. 121, vgl. 170; φέρ' ὡς τάχος κνημῖδας, Spt. 657; ὅσον τάχος ἔκπλει, Soph. Phil. 572; El. 1361; ἄγετέ μ' ὅτι τάχος, Ant. 1306; ἀπόδος ὡς τάχος τὰ τόξα, Phil. 912; διὰ τάχους ἐλεύσεται, Trach. 592; ὡς τάχος, Ar. Lys. 1187; ἀπὸ τάχους φεύγειν, Xen. An. 2, 5, 7.
-
4 νότιος
νότιος, bei den Attikern oft 2 Endgn; 1) naß, feucht, regnicht; νότιος ἱδρώς, feuchter Schweiß, Il. 11, 811. 23, 715; ὑψοῦ δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὥρμισαν (ναῦν), hoch auf dem Meere, im Ggstz des Strandes, Od. 4, 785. 8, 55 (vgl. aber Nitzsch Od. 2, 1141; ϑέρος, Pind. frg. 74, 9; παρειὰν νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς, Aesch. Prom. 400; νοτίας ἅλμας, Eur. Hipp. 150. – 2) südlich; Her. 3, 17; Aesch. 2, 174.
-
5 ἕρκος
ἕρκος, τό (ἔργω, εἴργω), 1) Einschluß, Einfriedigung, Umhägung, Zaun, πᾶν, ὅσον ἂν ἕνεκα κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον ἕρκος εἰκὸς ὀνομάζειν Plat. Soph. 220 c; so bei Hom. Zaun um einen Garten, Od. 7, 112, ἀλωάων Il. 5, 89; ἀλωῆς H. h. M, rc. 188; Mosch. 4, 3; um den Hof der Wohnung, Od. 21, 238; übh. der Hof, Gehöft, λίπε δ' ἕρκεά τε μέγαρόν τε Od. 16, 341; πλῆντο δ' ἄρ' αἴϑουσαί τε καὶ ἕρκεα καὶ δόμοι ἀνδρῶι 8, 57; ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις Pind. N. 10, 36; oft bei Hom. ἕρκος ὀδόντων, bes. in der Vrbdg ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, welch ein Wort entfloh dir über die Umzäunung der Zähne, entfuhr dir; ἐπεὶ ἄρ κεν (ψυχὴ) ἀμείψεται ἕρκος ὀδ. Il. 9, 409; καὶ πρῶτον (φάρμακον) ἀμείψεται ἕρκος ὀδ. Od. 10, 328; nicht an die Lippen zu denken, sondern an die Zähne selbst, die sehr natürlich als eine Pfahlreihe, eine Art Umhägung der Zunge angesehen werden können; so sagt Solon. frg. 1 παῖς ἕρκος ὀδόντων φύσας; Nic. Th. 548 τὸ μὲν ἕρκεϊ ϑρύψεν ὀδόντων ϑηλάζων; Opp. Hal. 1, 506 γένυές τε καὶ ἔνδοϑε κάρχαρον ἕρκος. – Bei Soph. Tr. 604 ist ἕρκος ἱερόν das Gehege um den Altar; ἑρκέων ἐγκεκλῃμένους, in des Lagers Wall eingeschlossen, Ai. 1253; σφραγῖδος ἕρκει, der Verschluß des Siegels, Tr. 612. – Der Schutz, die Schutzwehr, Schutzmauer, vom Schilde, ἕρκος ἀκόντων Il. 15, 496, vgl. 5, 315; φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ 15, 566; Hes. Th. 726; übertr., von Männern, z. B. Achilles, ὃς μέγα πᾶσιν ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πέλεται πολέμοιο κακοῖο Il. 1, 383, ein Schutz in dem Kriege, vgl. 6, 5; ἀγωνίας δ', ἕρκος οἷον, σϑένος Pind. P. 5, 113; ἀ νδρῶν γὰρ ὄντων ἕρκος ἐστὶν ἀσφαλές Aesch. Pers. 341, vgl. 17 Ag. 248; π οῖον δὲ γαίας ἕρκος οὐκ ἀφίγμεϑα Eur. Heracl. 441; συνεφόρησαν τὰ ὅπλα ἕρκος εἶναί σφι Her. 9, 99. – 2) das Netz, die Schlinge, das Garn zum Fangen der Vögel, Od. 22, 469; Ar. Av. 528 πᾶς τις ἐφ' ὑμῖν ὀρνιϑευτὴς ἵστησι βρόχους, παγίδας, ῥάβδους, ἕρκη, νεφέλας, δίκτυα; zum Fangen des Wildes, Pind. N. 3, 49 κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ δολίων ἑρκέων, u. der Fische, ἀβάπτιστός εἰμι, φελλὸς ἃς ὑπὲρ ἕρκος, ἅλμας P. 2, 80; übertr., τῆς Δίκης ἐν ἕρκεσιν Aesch. Ag. 1593; τοῖον εἰς ἕρκος πεσεῖται Eur. Med. 986; El. 155; von listigen Anschlägen, χρυσοδέτοις ἕρκεσι κρυφϑέντα γυναικῶν Soph. El. 836, mit Hindeutung auf das goldene Halsband, um welches Eriphyle ihren Gatten verrieth.
См. также в других словарях:
αλμάς — ἁλμάς ( άδος), η (Α) [ἅλμη] η ελιά που διατηρείται σε άλμη, αλμυρή, αλατισμένη, κολυμπάδα (με το ουσιαστικό ελαία, ελάα και απόλυτα, χωρίς αυτό) … Dictionary of Greek
ἁλμάς — salted fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλμας — ἅλμᾱς , ἅλμη sea water fem acc pl ἅλμᾱς , ἅλμη sea water fem gen sg (doric aeolic) ἅ̱λμᾱς , ἁλμάω become mildewed imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἅλμᾱς , ἁλμάω become mildewed imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδα — ἁλμάς salted fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδας — ἁλμάς salted fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδες — ἁλμάς salted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδι — ἁλμάς salted fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδος — ἁλμάς salted fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδων — ἁλμάς salted fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάσιν — ἁλμάς salted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλμη — η (Α ἅλμη) (νεοελλ. και άρμη) 1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό τής αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση 2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού 3. νερό μέσα στο οποίο… … Dictionary of Greek