Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἁγνότης

См. также в других словарях:

  • ἁγνότης — purity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνότητα — ἁγνότης purity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνότητι — ἁγνότης purity fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνότητος — ἁγνότης purity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνότητα — Ηθικοθρησκευτική έννοια που οι διάφοροι πολιτισμοί τής έδωσαν διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα μπορούσε να οριστεί γενικά ως αποχή από τη σεξουαλική επαφή, είτε σχετική (μεταξύ αγάμων, συγγενών, μελών της ίδιας πατριάς κλπ.) είτε απόλυτη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»