-
1 ἁγιωσύνης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁγιωσύνης
См. также в других словарях:
ἁγιωσύνης — ἁγιωσύνη holiness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)