-
1 τελεία
τελείᾱ, τέλειοςperfect: fem nom /voc /acc dualτελείᾱ, τέλειοςperfect: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————τελείᾱͅ, τέλειοςperfect: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 τελεια
ἡ (sc. στιγμή) грам. точка -
3 τελεία
η точка;άνω τελεία — точка вверху строки (соответствует точке с запятой);
§ τελεία καί παύλα! — всё1, точка!, баста1;
- βάζω τελεία και παύλα — положить конец чему-л.
-
4 τελείᾳ
Βλ. λ. τελεία -
5 τέλεια
τέλειοςperfect: neut nom /voc /acc pl -
6 τελεία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τελεία
-
7 τελεία
[тэлиа] ουσ θ точка. -
8 τελεία
nokta -
9 τελεία
point -
10 τέλεια
parfaitement -
11 τέλεια
doskonale przysł. -
12 τέλεια
1) dokonale2) perfektně -
13 τέλεια
perfectlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τέλεια
-
14 παν-τέλεια
παν-τέλεια, ἡ, Vollendung, der höchstmögliche Grad; τῆς καταφϑορᾶς, Pol. 1, 48, 9; Sp.; – τριετηρικὴ παντ. nennt Plut. Symp. 4, 6, 1 die großen Mysterien. – Bei den Pythagoräern hieß die Zehnzahl so, Theol. arithm. p. 63.
-
15 πολυ-τέλεια
πολυ-τέλεια, ἡ, großer Aufwand; Thuc. 6, 12; ἐσϑῆτος, Xen. Lac. 7, 3; καὶ τρυφή, Mem. 1, 6, 10; ion. πολυτεληΐη, Her. 2, 87; τοῠ βίου, Luxus, Pol. 13, 1, 1; ἡ περὶ τοὺς βίους, 6, 57, 6.
-
16 συν-τέλεια
συν-τέλεια, ἡ, 1) das Zusammenentrichten, -bezahlen, gemeinschaftliche Beisteuer zu öffentlichen Abgaben; συντέλειαν ποιεῖν, eine Abgabe gemeinschaftlich entrichten, Dem. 18, 237; bes. in Athen ein Verein von 16–60 Bürgern, die auf gemeinschaftliche Kosten ein Schiff für den Dienst des Staates ausrüsteten, vgl. Böckh Staatshaush. II p. 110. 113; τοὺς τριηράρχους καλεῖσϑαι ἐπὶ τὴν τριήρη συνεκκαίδεκα ἐκ τῶν ἐν τοῖς λόχοις συντελειῶν, Dem. 18, 106; vgl. οἷς ἐλάττων οὐσία ἐστὶ τῶν δέκα ταλάντων εἰς συντέλειαν συναγομένοις εἰς τὰ δέκα τάλαντα, ibid.; und so auch für andere Liturgien, εἰς συντέλειαν ἄγειν τὰς χορηγίας ὥςπερ τὰς τριηραρχίας, 20, 23. Auch überhpt Gemeinschaft, z. B. der Götter, ὦ ξυντέλεια, μὴ προδῷς πυργώματα, Aesch. Spt. 233; – bes. aber von politischer Zusammengehörigkeit, Bezirk einer Bundesgenossenschaft, πατρική, Pol. 5, 94; ἀφιέναι κελεύων τῆς πρὸς σφᾶς συντελείας Λακεδαιμονίους, Paus. 7, 15, 1, d. i. aus dem achäischen Bunde entlassen; τὴν περιοικίδα συντέλειαν, Plut. Flamin. compar. 1, ist = αἱ περιοικίδες κῶμαι, Philop. 13. – 2) gemeinsames Vollenden, gemeinsames Hinstreben auf ein Ziel; οὐκ εἰδὼς αὐτῶν τὴν συντέλειαν ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὶ ξυμβάλλεται, Plat. Legg. X, 905 b; Ggstz gegen ἐπιβολή u. ἀρχή, Pol. 1, 3, 3. 3, 1, 5; dah. τὴν συντέλειαν ἔχειν = vollendet sein, 1, 4, 3; συντέλειαν λαμβάνει ὁ πόλεμος, er nimmt ein Ende, 4, 28, 3; συντέλειαν ἐπιϑεῖναι od. ἐπιϑέσϑαι τοῖς ἔργοις, finem imponere, 11, 33, 7. 39, 2, 2. – Bei den Gramm. das perfectum. – 3) Bei spätern Philosophen wie ἐντελέχεια, die Wirklichkeit, Realität, Ocell. Luc.
-
17 εὐ-τέλεια
εὐ-τέλεια, ἡ, u. ion. εὐτελέη, 1) Wohlfeilheit, πρὸς εὐτελέην τῶν σιτίων τάδε σφιν ἐξεύρηται Her. 2, 92. Dah. – 2) der geringe Werth, Geringfügigkeit, Arist. u. Sp., εἰς εὐτέλειαν, = εὐτελῶς, schlecht, Ar. Av. 805, wie Antiphan. Ath. IX, 402 d. Im guten Sinne, Einfachheit, Plat. Legg. I, 650 b; Frugalität, Sparsamkeit, φιλοκαλοῦμεν γὰρ μετ' εὐτελείας Thuc. 2, 40, vgl. 4, 86. 8, 1; Ggstz πολυχρηματία, Xen. Conv. 4, 42; καὶ καρτερία Apol. 24; personificirt als Εὐτελίη, Crat. phil. 4 (X, 104).
-
18 λῡσι-τέλεια
λῡσι-τέλεια, ἡ, Nutzbarkeit, Nutzen, Ertrag, von den Atticisten neben ὠφέλεια verworfen, Theophr. bei D. L. 5, 54; Pol. 32, 13, 11; D. Sic. 1, 36; vgl. Lob. zu Phryn. 353.
-
19 αὐτο-τέλεια
αὐτο-τέλεια, ἡ, Selbstständigkeit, Vollkommenheit, Sp.
-
20 ἀ-τέλεια
ἀ-τέλεια, ἡ, ion. ἀτελείη u. ἀτεληΐη, 1) Unvollkommenheit, Theophr. – 2) Freiheit von Staatslasten u. Abgaben, στρατηΐης καὶ φόρου Her. 3, 67 u. öfter; ἔργων Isocr. Busir. 9; vom Wachtdienst u. dgl., Xen. An. 3, 3, 18; Dem. Lpt. 1 u. öfter; ἐξ ἀτελείας, umsonst, Dem. 59, 39; vgl. Böckh Staatshaush. 1 p. 73 ff.
См. также в других словарях:
τελεία — τελείᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc/acc dual τελείᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείᾳ — τελείᾱͅ , τέλειος perfect fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεία — Επίθετο της θεάς Ήρας στη Στύμφαλο της Αρκαδίας, προστάτιδα του γάμου. Ναός της υπήρχε στη Μεγαλόπολη. Άλλος ναός της, στις Πλαταιές, ήταν ονομαστός για το εκεί μαρμάρινο άγαλμά της, έργο του Πραξιτέλη. * * * η, ΝΜΑ γραμμ. η στιγμή, σημείο στίξης … Dictionary of Greek
τελεία — η σημείο στίξης στο τέλος περιόδου, το οποίο δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει τέλειο, ολοκληρωμένο νόημα, η κάτω στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέλεια — τέλειος perfect neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείας — τελείᾱς , τέλειος perfect fem acc pl τελείᾱς , τέλειος perfect fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείαι — τελείᾱͅ , τέλειος perfect fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείαν — τελείᾱν , τέλειος perfect fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλει' — τέλεια , τέλειος perfect neut nom/voc/acc pl τέλειε , τέλειος perfect masc voc sg τέλειαι , τέλειος perfect fem nom/voc pl τέλειε , τελέω fulfil pres imperat act 2nd sg τέλειε , τελέω fulfil imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… … Dictionary of Greek