Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-τέκμαρτος

См. также в других словарях:

  • τεκμαρτός — ή, ό / τεκμαρτός, ή, όν, ΝΜΑ [τεκμαίρομαι] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συμπεράνει, να συναγάγει ως συμπέρασμα από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του νεοελλ. φρ. α) «τεκμαρτό εισόδημα» το εισόδημα που προσδιορίζεται με υπολογισμό βάσει… …   Dictionary of Greek

  • τεκμαρτός — ή, ό αυτός που μπορεί κανείς να τον συμπεράνει: Τα εισοδήματά του είναι τεκμαρτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεκμαρτόν — τεκμαρτός possible to be determined masc acc sg τεκμαρτός possible to be determined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτέκμαρτος — εὐτέκμαρτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα συμπεραίνει ή υποθέτει κάποιος 2. (κατά τον Ησύχ.) «καλῶς τυπούμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεκμαρτός (< τεκμαίρομαι «προσδιορίζω, συμπεραίνω»)] …   Dictionary of Greek

  • τεκμαρτικός — ή, όν, Α [τεκμαρτός] ικανός στη συναγωγή συμπερασμάτων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»