-
1 συστατος
-
2 συστατός
3 = εὐσύστατος 11 (quod fort. legend.), Vett.Val. in Cat. Cod.Astr.2.170.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστατός
-
3 συστατά
συστατόςcapable of being formed: neut nom /voc /acc plσυστατά̱, συστατόςcapable of being formed: fem nom /voc /acc dualσυστατά̱, συστατόςcapable of being formed: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 συστατόν
συστατόςcapable of being formed: masc acc sgσυστατόςcapable of being formed: neut nom /voc /acc sg -
5 συστατή
συστατόςcapable of being formed: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 συστατήν
συστατόςcapable of being formed: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 συστατών
συστάτηςorganizer: masc gen plσυστατέωto be consistent: pres part act masc nom sg (attic epic doric)συστατόςcapable of being formed: fem gen plσυστατόςcapable of being formed: masc /neut gen pl -
8 συστατῶν
συστάτηςorganizer: masc gen plσυστατέωto be consistent: pres part act masc nom sg (attic epic doric)συστατόςcapable of being formed: fem gen plσυστατόςcapable of being formed: masc /neut gen pl -
9 ασυστατος
-
10 συστατού
συστατέωto be consistent: pres imperat mp 2nd sg (attic)συστατόςcapable of being formed: masc /neut gen sg -
11 συστατοῦ
συστατέωto be consistent: pres imperat mp 2nd sg (attic)συστατόςcapable of being formed: masc /neut gen sg -
12 συστατώ
-
13 συστατῷ
-
14 αὐτοσύστατος
αὐτο-σύστᾰτος, ον,A self-constituting, Dam.Pr.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοσύστατος
-
15 μονοσύστατος
μονο-σύστᾰτος, ον, of an art,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοσύστατος
-
16 νεοσύστατος
νεο-σύστᾰτος, ον,A recently formed, i.e. recent, of disease, Critoap.Gal.12.830; sudden,κατάρρους Herod.Med.
ap. Orib.10.17.2.II having newly joined a sect, proselyte, J.BJ2.8.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοσύστατος
-
17 ὁμοιοσύστατος
ὁμοιο-σύστᾰτος, ον,A similarly constituted, of physical bodies, Ptol.Harm.1.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοιοσύστατος
См. также в других словарях:
συστατός — ή, όν, Α [συνίστημι] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να θέσει μαζί ή να συντάξει («οὐ γὰρ δή γε ἡ τούτου εὐθεῑα πάλιν συστατή», Απολλ. Δύσκ.) 2. κατασκευασμένος, φτειαγμένος 3. ο καλά κατασκευασμένος … Dictionary of Greek
συστατά — συστατός capable of being formed neut nom/voc/acc pl συστατά̱ , συστατός capable of being formed fem nom/voc/acc dual συστατά̱ , συστατός capable of being formed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστατόν — συστατός capable of being formed masc acc sg συστατός capable of being formed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστατή — συστατός capable of being formed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστατήν — συστατός capable of being formed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστατῷ — συστατός capable of being formed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιοσύστατος — η, ο (ΑΜ ἰδιοσύστατος, ον) 1. αυτός που υπάρχει αφ εαυτού, αυτός που δημιουργήθηκε μόνος του, που έχει δική του ιδιαίτερη σύσταση νεοελλ. αυτός που συστήνεται μόνος του. επίρρ... ἰδιοσυστάτως (ΑΜ) με δική του υπόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * +… … Dictionary of Greek
κοσμοσύστατος — κοσμοσύστατος, ον (Μ) αυτός που έχει προβληθεί από τον λαό («κοσμοσύστατοι βασιλεῑς», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + σύστατος (< συνίστημι), πρβλ. ιδιο σύστατος, νεο σύστατος] … Dictionary of Greek
μοιχοσύστατος — μοιχοσύστατος, ον (Μ) συνήγορος τής μοιχείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + σύστατος (< συνίστημι «συμπράττω με κάποιον»), πρβλ. αρτιο σύστατος] … Dictionary of Greek
μονοσύστατος — μονοσύστατος, ον (Α) (για τέχνη) αυτός που λαμβάνει υπόσταση μόνον όταν μπαίνει σε εφαρμογή, όταν ασκείται, όπως π.χ. ο χορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. πολυ σύστατος] … Dictionary of Greek
νεοσύστατος — η, ο (Α νεοσύστατος, ον) αυτός που έχει συσταθεί πρόσφατα αρχ. 1. (για νόσημα) αυτός που εμφανίστηκε πριν από λίγο, αιφνίδιος, ξαφνικός («νεοσύστατος κατάρρους», Ορειβ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πριν από λίγο προσχώρησε σε κάποια αίρεση, αυτός… … Dictionary of Greek