-
21 πλάτῃσιν
-
22 πλάτας
-
23 πλατῆορ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλατῆορ
-
24 ἀνισοπλατής
ἀνῐσο-πλᾰτής, ές,A of unequal breadth, Euc.Opt.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνισοπλατής
-
25 ἑτεροπλατής
ἑτερο-πλᾰτής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτεροπλατής
-
26 ἰσοπλατής
ἰσο-πλᾰτής, ές,A equal in breadth, Arist.Oec. 1345a33, Archimel. ap. Ath.5.209c; ἄρτος ἰ. Hippoloch. ap. Ath.4.128d (- πλατυς codd.): c. dat.,ἰ. τῷ τείχει Th.3.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοπλατής
-
27 ὁμοιοπλατής
ὁμοιο-πλᾰτής, ές,A of like breadth, Orib.48.58.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοιοπλατής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλάτης — πλάτη flat fem gen sg (attic epic ionic) πλάτης platform masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτης — ου και πλάτας, α, ὁ, Α το επίπεδο ὁπου οικοδομούνται τάφοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού επιθ. πλατύς*, με κατάλ. ης] … Dictionary of Greek
πλάτεα — πλάτης platform masc acc sg (epic ionic) πλάτος breadth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτου — πλάτης platform masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτα — πλάτᾱ , πλάτη flat fem nom/voc/acc dual πλάτᾱ , πλάτη flat fem nom/voc sg (doric aeolic) πλάτᾱ , πλάτης platform masc nom/voc/acc dual πλάτης platform masc voc sg πλάτᾱ , πλάτης platform masc gen sg (doric aeolic) πλάτης platform masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπλατής — εὐπλατής, ές (Α) αυτός που έχει καλό, κανονικό πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλατής (< πλάτος), πρβλ. α πλατής, ομοιο πλατής] … Dictionary of Greek
ισοπλατής — ες (Α ἰσοπλατής, ές) ίσος κατά το πλάτος με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πλατής (< πλάτος), πρβλ. ετερο πλατής, ομοιο πλατής] … Dictionary of Greek
Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi … Wikipedia
ετεροπλατής — ἑτεροπλατής, ές (Α) αυτός που έχει άνισο πλάτος («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πλατής (< πλάτος), πρβλ. α πλατής] … Dictionary of Greek
ομοιοπλατής — ὁμοιοπλατής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο πλάτος, ισοπλατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + πλατής (< πλάτος), πρβλ. ισο πλατής] … Dictionary of Greek
ξεπλάτισμα — το, ατος 1. το βγάλσιμο της πλάτης. 2. μτφ., υπερβολική κούραση της πλάτης ή των ώμων: Το σκάψιμο είναι σκέτο ξεπλάτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)