-
1 плагиаторский
επ.του λογοκλόπου, του κλε-ψιτυπα.
См. также в других словарях:
κλέ' — κλέα , κλέος rumour neut nom/voc/acc pl (epic) κλέε , κλέω tell of pres imperat act 2nd sg κλέε , κλέω tell of imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μπελίζ — Κράτος της βορειανατολικής Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό και Ν και ΝΔ με τη Γουατεμάλα. Βρέχεται Α από την Καραϊβική Θάλασσα.Mετά την εξαφάνιση του πολιτισμού των Mάγια, η ιστορία της μικρής χώρας, που από την 1η Iουνίου… … Dictionary of Greek
клептома́ния — и, ж. Непреодолимое болезненное стремление к воровству, связанное с некоторыми психическими заболеваниями. [От греч. κλεπτω ворую и μανια страсть] … Малый академический словарь
κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek
κλέω — κλέω, επικ. τ. κλείω (Α) 1. λέγω για κάποιον ή για κάτι, γνωστοποιώ κάτι, φημίζω, ψάλλω, εγκωμιάζω κάτι («ἔργ ἀνδρῶν... τά τε κλείουσιν ἀοιδοί», Ομ. Οδ.) 2. καλώ, ονομάζω («ἐνθα περ ἀκταί κλείονται Παγασαί Μαγνήτιδες», Απολλ. Ρόδ.) 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… … Dictionary of Greek
κλιτύς — η (AM κλιτύς, ύος) βλ. κλε(ι)τύς … Dictionary of Greek
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
χρωστημιό — το, Ν (διαλ. τ.) χρέος, οφειλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωστώ + κατάλ. η μ ιό (μέσω ενός θ. σε μ + κατάλ. ιό, πρβλ. προξεν ιό), πρβλ. κλέψ ιμο: κλε ψ ιμ ιό. Το η τού τ. κατ επίδραση τού η που εμφανίζουν οι τ. τών συνηρημένων ρ.] … Dictionary of Greek
Kleptomane — Klepto|ma̱ne [zu gr. ϰλεπτειν = stehlen u. gr. μανια = Tollheit, Wahnsinn] m od. w; n, n: an Kleptomanie leidender Mensch … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
Kleptophobie — Klepto|phobi̲e̲ [zu gr. ϰλεπτειν = stehlen u. gr. ϕοβος = Furcht] w; , ...i̱en: krankhafte Angst, zum Dieb zu werden od. von Dieben bestohlen zu werden … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke