-
1 διαδοχος
I2приходящий на смену, сменяющий(τινος Soph. и τινι Eur.)
ἔργοισι ἔργα διάδοχα Eur. — действия против действий, т.е. возмездие;τριήρεις διάδοχοι Thuc. — идущие на смену триерыIIὅ и ἥ преемник, наследник(τινί τινος Aesch., Eur., Her. и τινός τινος Thuc., Xen.)
διάδοχοι ἐφοίτεον Her. — (другие) пришли на смену;οἱ διάδοχοι Diod. — диадохи, т.е. наследники империи Александра Македонского
См. также в других словарях:
Diadochokinese — Dia|docho|kine̱se [gr. διαδοχος = ablösend, abwechselnd u. gr. ϰινησις = Bewegung] w; , n: Fähigkeit, einander entgegengesetzte Bewegungen rasch hintereinander geordnet auszuführen … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek