-
21 δίκη
[дики] ουσ θ суд, судебный процесс. -
22 δίκη
procès -
23 δίκη
proces (m) rzecz. -
24 δίκη
1) líčení2) proces3) soud -
25 δίκη
1) lawsuit2) trialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δίκη
-
26 πραξι-δίκη
πραξι-δίκη, ἡ, Rächerinn der Thaten, siehe nom. propr.
-
27 συν-δίκη
-
28 κατα-δίκη
-
29 ἀ-γραφίου δίκη
ἀ-γραφίου δίκη, Klage gegen Staatsschuldner, welche ihre Namen aus der Schuldenliste hatten streichen lassen, ehe sie die Schuld gezahlt hatten, Dem. 58, 51 οἵτινες ἂν ἐγγραφέντες καὶ μὴ ἐκτίσαντες τῇ πόλει τὸ ὄφλημα ἐξαλειφϑῶσι, so auch Harpocr. u. Poll. 8, 54.
-
30 ἀγραφίου δίκη
ἀ-γραφίου δίκη, Klage gegen Staatsschuldner, welche ihre Namen aus der Schuldenliste hatten streichen lassen, ehe sie die Schuld gezahlt hatten -
31 ἀναυμαχίου δίκη
-
32 δίκηι
δίκῃ, δίκηcustom: fem dat sg (attic epic ionic)δίκῃ, δικεῖνthrow: aor subj mp 2nd sgδίκῃ, δικεῖνthrow: aor subj act 3rd sg -
33 Δίκαι
Δίκηcustom: fem nom /voc plΔίκᾱͅ, Δίκηcustom: fem dat sg (doric aeolic) -
34 Δίκηι
Δίκῃ, Δίκηcustom: fem dat sg (attic epic ionic) -
35 Δίκης
-
36 δίκαι
δίκηcustom: fem nom /voc plδίκᾱͅ, δίκηcustom: fem dat sg (doric aeolic) -
37 δίκης
δίκηcustom: fem gen sg (attic epic ionic)——————δίκηcustom: fem dat pl (epic)δικεῖνthrow: aor subj act 2nd sg -
38 Δικέων
Δίκηcustom: fem gen pl (epic ionic) -
39 Δίκαις
Δίκηcustom: fem dat pl -
40 Δίκην
Δίκηcustom: fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
Δίκη — custom fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — custom fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκῃ — Δίκη custom fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκῃ — δίκη custom fem dat sg (attic epic ionic) δικεῖν throw aor subj mp 2nd sg δικεῖν throw aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
δίκη — η 1. η δικαστική υπόθεση: Θα περάσω από δίκη αύριο. 2. δίκαιη τιμωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αικίας δίκη — Κατά την αρχαιότητα, ειδική δίκη του αττικού δικαίου, για την περίπτωση σωματικής κάκωσης με πρόθεση να ταπεινωθεί ο κακοποιούμενος. Ο παθών είχε δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση από την Ηλιαία, και από την έγκλησή του δεν χωρούσε παραίτηση … Dictionary of Greek
όνου σκιάς δίκη — Περίφημη παροιμιώδης φράση των αρχαίων Ελλήνων, που λέγεται για όσους φιλονικούν ανόητα. Η φράση αναφέρεται στον ακόλουθο μύθο: Ένας Αθηναίος έμπορος νοίκιασε έναν γάιδαρο και ξεκίνησε για τα Μέγαρα. Επειδή κουράστηκε στη διαδρομή, θέλησε να… … Dictionary of Greek
ДИКА, ДИКЭ — •Δίκη. I. Богиня справедливости, дочь Зевса и Фемиды, одной из Гор (Ώραι; Hesiod. theog. 901), покровительница права и судов. Когда судья нарушает право, она обвиняет его перед престолом Зевса, с которым… … Реальный словарь классических древностей
Дика — • Δίκη. I. Богиня справедливости, дочь Зевса и Фемиды, одной из Гор (Ώραι; Hesiod. theog. 901), покровительница права и судов. Когда судья нарушает право, она обвиняет его перед престолом Зевса, с которым она восседает вместе (πάρεδρος).… … Реальный словарь классических древностей
δίκηι — δίκῃ , δίκη custom fem dat sg (attic epic ionic) δίκῃ , δικεῖν throw aor subj mp 2nd sg δίκῃ , δικεῖν throw aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)