-
1 ὠμοδέψητος
ὠμο-δέψητος, ον,A raw-tanned, Suid. s.v. Σεμίραμις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠμοδέψητος
-
2 ἀδέψητος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀδέψητος
См. также в других словарях:
ευδέψητος — εὐδέψητος, ον (Α) ο κατεργασμένος καλά («τὰ δέρματα τὰ εὐδεψητότατα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *δεψητός «κατεργασμένος» (< δέψω «κατεργάζομαι», παράλληλος τ. τού δέφω με παρέκταση σ στο θ. τού ενεστώτα), πρβλ. α δέψητος, ωμο δέψητος] … Dictionary of Greek
ωμοδέψητος — ον, Α αυτός που έχει υποστεί κατεργασία σε ωμή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + δέψητος (< δέψω «κατεργάζομαι»), πρβλ. εὐ δέψητος] … Dictionary of Greek