-
1 πολυ-γύμναστος
πολυ-γύμναστος, viel od. lange geübt, auch lange übend, quälend, κακόν, Luc. Tox. 14.
-
2 φιλο-γύμναστος
φιλο-γύμναστος, Leibesübungen liebend.
-
3 ἀ-συγ-γύμναστος
ἀ-συγ-γύμναστος, ungeübt, Luc. Parasit. 6.
-
4 ἀ-γύμναστος
ἀ-γύμναστος, ungeübt, ἀγώνων, in Kämpfen, Plat. Legg. I, 647 d; πόνων Rep. X, 619 d; τούτων Xen. Cvr. 1, 6, 29; πρὸς τὸ σωφρονεῖν Plat. Legg. VII, 816 a. – Eur. ἀγ. πλάνοις, in und durch, Hel. 341. Uebertr. νόσῳ ἀγ., nicht gequält, Soph. Tr. 1073. – Oft bei Plut. u. Sp. – Adv. ἀγυμνάστως, z. B. ἔχειν πρός τι Xen. Mem. 2, 1, 6.
-
5 αγυμναστος
21) не упражнявшийся, необученный, не приобретший навыковτοῖς σώμασιν ἀγύμναστοι Plut. — физически не закаленные;σώματος ἀ. ἕξις Plut. — отсутствие физической закаленности2) неизмученный, неизнуренныйοὐκ ἀ. πλάνοις Eur. — измученный странствиями;
οὐκ ἀγύμναστον ἐᾶν τινα Soph. — не оставлять в покое кого-л. -
6 πολυγυμναστος
-
7 πολυγύμναστος
πολῠ-γύμναστος, ον,A of much experience, κακόν, of a woman, Luc.Tox.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυγύμναστος
-
8 ἀγύμναστος
ἀ-γύμναστος, (1) ungeübt, unerfahren. (2) nicht geplagt, nicht gequält. Adv. - άστως, ungeübt, ungewohnt -
9 ἀσυγγύμναστος
-
10 πολυγύμναστος
πολυ-γύμναστος, viel od. lange geübt, auch lange übend, quälend -
11 φιλογύμναστος
См. также в других словарях:
πολυγύμναστος — ον, Α 1. ο πολύ γυμνασμένος, πολύ εξασκημένος 2. (κατ επέκτ.) ο πολύπειρος («ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν» μεγάλης ποικιλίας και πολύπειρο κακό [δηλαδή η γυναίκα], Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γύμναστος (< γυμνάζω), πρβλ. α… … Dictionary of Greek