Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
ἀ-γεννής/el
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
γέννης — γέννα descent fem gen sg (attic epic ionic) γέννα descent fem gen sg (attic epic doric ionic) γέννας mother s brother masc nom sg γεννάω beget pres ind act 2nd sg γεννάω beget imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυγεννής — εὐθυγεννής, ές (Μ) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + γεννής < γέννα (πρβλ. α γεννής)] … Dictionary of Greek
ευθυγενής — εὐθυγενής, ές (ΑΜ) 1. ο πρωτότοκος 2. ο νεογέννητος 3. (για βλαστούς) αυτός που αναπτύσσεται κανονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + γενής < γένος (πρβλ. α γενής, ευ γεννής)] … Dictionary of Greek