-
1 βαρής
-
2 βαρῇς
-
3 βάρης
βά̱ρης, βᾶριςEt.Gud.fem nom /voc pl (doric ionic aeolic)βαρέωweigh down: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
4 στεῤῥο-βαρής
στεῤῥο-βαρής, ές, hart und schwer, hart drückend, Hesych. v. κορύνη.
-
5 τετρα-βαρής
τετρα-βαρής, ές, viermal das Gewicht habend, viermal so schwer, Alcaeus bei Hesych.
-
6 φλοιο-βαρής
φλοιο-βαρής, ές, schwer von Rinde, VLL.; s. Schol. Il. 23, 574.
-
7 χειρο-βαρής
χειρο-βαρής, ές, handschwer, so schwer man es mit der Hand halten kann, Philetaer. bei Ath. X, 418.
-
8 χαλκο-βαρής
χαλκο-βαρής, ές, schwer von Erz od. Kupfer, ehern; ἰός Il. 15, 465 Od. 21, 423; δόρυ Od. 11, 532; σάλπιγξ Nonn. D. 10, 391; κρόταλον Ant. Th. 70 (IX, 603).
-
9 γυιο-βαρής
γυιο-βαρής, ές, Glieder beschwerend, παλαίσματα Aesch. Ag. 61; κάματος Ep. ad. (X, 12).
-
10 καρη-βαρής
καρη-βαρής, ές, mit schwerem Kopf, an Kopfschmerz leidend, Sp.
-
11 γαστρο-βαρής
γαστρο-βαρής, ές, bauchbeschwert, d. i. schwanger, Sosipat. 1 (V, 54).
-
12 κατα-βαρής
κατα-βαρής, ές, sehr schwer; πλοῖα καταβαρῆ, schwer beladen, D. Cass. 39, 42, a. Sp.; der nom. ist vielleicht κατάβαρυς, s. Lob. zu Phryn. p. 540.
-
13 κεφαλο-βαρής
κεφαλο-βαρής, ές, kopfschwer, mit schwerem Kopfe; Arist. macrob. 6; Theophr.
-
14 κεντρο-βαρής
κεντρο-βαρής, ές, nach dem Mittelpunkt durch seine Schwere strebend, Sp.
-
15 νεκρο-βαρής
νεκρο-βαρής, ἄκατος, mit Todten belastet, Crinag. 16 ( Plan. 273).
-
16 οἰνο-βαρής
οἰνο-βαρής, ές, schwer von Wein, weinberauscht; Il. 1, 225; Anakreon, Simonds. 48 (VII, 24); Kentauren, Ep. ad. 285 ( Plan. 98); auch Luc. fugit. 30.
-
17 θῡμο-βαρὴς
θῡμο-βαρὴς ἀρετά, mit schwerem, traurigem Herzen, Antp. Sid. 65 (VII, 146). Ein fem. ϑυμοβάρεια steht E. M. 458, 26.
-
18 αἱμο-βαρής
αἱμο-βαρής, πότος, blutbeschwert, Opp. H. 2, 603.
-
19 ὀπισθο-βαρής
ὀπισθο-βαρής, ές, hinten beschwert, Simplic. ad Epict. p. 128.
-
20 ἀ-βαρής
См. также в других словарях:
Βάρης — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 76 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου … Dictionary of Greek
Βάρης, δήμος — Δήμος (10.998 κάτ.) της νομαρχίας ανατολικής Αττικής, στα ανατολικά παράλια του Σαρωνικού κόλπου … Dictionary of Greek
βαρῇς — βαρέω weigh down pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρης — βά̱ρης , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc pl (doric ionic aeolic) βαρέω weigh down imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροβαρής — ές (Μ ἑτεροβαρής, ές) αυτός τού οποίου το βάρος πιέζει το ένα μέρος, τη μία πλευρά νεοελλ. εκείνος που βαρύνει περισσότερο ή αποκλειστικά τη μία πλευρά, που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις («ετεροβαρής σύμβαση»). επίρρ... ετεροβαρώς κατά ετεροβαρή,… … Dictionary of Greek
θυμοβαρής — θυμοβαρής, ές (Α) αυτός που έχει βαριά την καρδιά, βαρύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βαρής (< βάρος), πρβλ. ανισο βαρής, ετερο βαρής] … Dictionary of Greek
ισοβαρής — ές (Α ἰσοβαρής, ές) αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ίδια βαρομετρική πίεση με άλλον 2. φρ. «ισοβαρείς καμπύλες» οι καμπύλες γραμμές πάνω σε μετεωρολογικούς χάρτες, οι οποίες ενώνουν τους τόπους που έχουν την… … Dictionary of Greek
καρηβαρής — καρηβαρής, ές (Α) αυτός που αισθάνεται βάρος στο κεφάλι, που έχει πονοκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφάλι» + βαρής (< βάρος), πρβλ. οινο βαρής, χειρο βαρής] … Dictionary of Greek
καταβαρής — καταβαρής, ές (AM) βαριά φορτωμένος, κατάφορτος («καταβαρεῑς νῆες», Δίων Κ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. αμφι βαρής, υπερ βαρής] … Dictionary of Greek
κεντροβαρής — ές (Μ κεντροβαρής, ές) αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο βάρους ενός σώματος («κεντροβαρής άξονας») νεοελλ. αυτός που το κέντρο βάρους του βρίσκεται στη μέση («κεντροβαρές σώμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + βαρής (< βάρος), πρβλ. καρη βαρής … Dictionary of Greek
κεφαλοβαρής — κεφαλοβαρής, ές (Α) (κυρίως για φυτά) αυτός που έχει βαρύ κεφάλι («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. γυιο βαρής, οινο βαρής] … Dictionary of Greek