-
1 δοκησις
- εως ἥ1) мнение, воображение, предположение(δόκησιν εἰπεῖν Soph.; δ. ἀσφαλής Eur.)
δ. ἀγνὼς λόγων ἧλθε Soph. — слова породили смутное подозрение;παρασχὼν δόκησιν, ὡς ἀντιλέξοι Plut. — создав впечатление, будто собирается возражать2) видимость, подобие(μόλις καὴ ἥ δ. τῆς ἀληθείας Thuc.; δ. κενή Eur.)
3) решение, постановление(περαίνειν τέν δόκησιν Eur.)
4) имя, репутация5) слава(τέν δόκησιν ἄρνυσθαι Eur.)
-
2 δοκη
-
3 δοκω
-
4 αγνως
I.- ῶτος adj.1) неизвестный, незнакомый, неведомый(τινι Hom., Trag., Thuc., Plat.)
ἀ. πρὸς ἀγνῶτ εἶπε Aesch. — он, будучи (мне) незнаком и сам (меня) не зная, заговорил;ἀ. πατρί Eur. — тайком от отца;δόκησις ἀ. Soph. — неясное (смутное) подозрение2) безвестныйοὐκ ἀ. Pind. — небезызвестный, славный;
βίον ἐξεπέρασ΄ ἀ. Eur. — он провел свою жизнь в безвестности3) незнающий, незнакомыйἀ. τινος Pind., Theocr., Arst. — незнакомый с кем(чем)-л.;
ἀγνῶτ΄ ἀναμνήσω νιν Soph. — я напомню ему, если он забыл;ἀ. τί δύναται φέρειν ἥ γῆ Xen. — не знающий, что может производить земляII.с чистой душой, непорочно(ἁ. καὴ καθαρῶς HH., Hes.)
ἁ. ἔχειν Xen. — быть невинным -
5 ευδοκησις
См. также в других словарях:
δόκησις — δόκησις, η (Α) [δοκώ] 1. απλή δοξασία («δόκησις ἀγνὼς λόγων ἦλθε» διαδόθηκε μια φήμη απλώς, Σοφ.) 2. όραμα, φάντασμα («σκοπεῑτε μὴ δόκησιν εἴχετ ἐκ θεῶν» για την Ελένη είδωλο τού Ευριπίδη) 3. φήμη, υπόληψη («ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται», Ευ p … Dictionary of Greek
δόκησις — opinion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκήσει — δόκησις opinion fem nom/voc/acc dual (attic epic) δοκήσεϊ , δόκησις opinion fem dat sg (epic) δόκησις opinion fem dat sg (attic ionic) δοκέω expect aor subj act 3rd sg (epic) δοκέω expect fut ind mid 2nd sg δοκέω expect fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκήσεις — δόκησις opinion fem nom/voc pl (attic epic) δόκησις opinion fem nom/acc pl (attic) δοκέω expect aor subj act 2nd sg (epic) δοκέω expect fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκησιν — δόκησις opinion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
Автардокетство — Ав(ф)тардокетство (юлианизм) (от др. греч. ἀφθαρτος, нетленный + δοκησις, казаться, др. греч. ἀφθαρτοδοκήται «нетленномнители») не халкидонское миафизитское течение, существовавшее в Византийской империи в VI VII веках, Армении и Эфиопии. Их… … Википедия
δοκή — δοκή, η (Α) [δοκώ] 1. δόκησις, όραμα, φαντασία 2. ενέδρα, παρατήρηση … Dictionary of Greek
δοκησίσοφος — η, ο (AM δοκησίσοφος, ον) αυτός που νομίζει πως είναι σοφός, μωρόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δόκησις + σοφός] … Dictionary of Greek
πλειστοδόκεια — ή, Α (κατά το λεξ. Σούδα και το Μέγα Ετυμολογικόν) «πλείστη δόκησις». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + δόκεια (< δοκεύω*)] … Dictionary of Greek
ԿԱՐԾ — (կարծք.) NBH 1 1069 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c Տ. ԿԱՐԾԻՔ. δόξα, δόκησις opinio στοχασμός conjectura. *Զի այս՝ դատարկութեան կարծ զգեցուցանէ մեզ, եւ այն՝ քաջութեան եւ զարմանելեաց. Ոսկ. ՟ա. տիմ.: *Ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)