Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀήρ

См. также в других словарях:

  • ἀήρ — Aër. masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αήρ — Βλ. λ. αέρας. * * * ( έρος), ο (Α ἀήρ) βλ. αέρας …   Dictionary of Greek

  • ἠέρα — ἀήρ Aër. masc/fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠέρες — ἀήρ Aër. masc/fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠέρι — ἀήρ Aër. masc/fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠέρος — ἀήρ Aër. masc/fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αείρω — (I) ἀείρω (Α) (επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω*) σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. *α Fερ (πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ άλλη άποψη το …   Dictionary of Greek

  • ἀέρ' — ἀ̱έρα , ἀήρ Aër. masc/fem acc sg ἀ̱έρι , ἀήρ Aër. masc/fem dat sg ἀ̱έρε , ἀήρ Aër. masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠέρ' — ἠέρα , ἀήρ Aër. masc/fem acc sg (epic) ἠέρι , ἀήρ Aër. masc/fem dat sg (epic) ἠέρε , ἀήρ Aër. masc/fem nom/voc/acc dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • аер — воздух , др. русск. аєръ, яєръ (Жит. Алекс. Невск.); см. Гудзий, Ист. 195; ст. слав. аеръ ἀήρ. Заимств. из греч. ἀήρ, новогреч. ἀέρας …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»