-
121 ἀθανατάων
-
122 αθανάτ'
-
123 ἀθανάτ'
-
124 αθανάταις
-
125 ἀθανάταις
-
126 αθανάταισι
-
127 ἀθανάταισι
-
128 αθανάταν
См. также в других словарях:
ἀθάνατος — undying masc nom sg (epic) ἀθάνατος undying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… … Dictionary of Greek
αθάνατος — η, ο 1. αυτός που δεν πεθαίνει, απέθαντος: Η ψυχή είναι αθάνατη. 2. ένδοξος, αλησμόνητος: Οι αθάνατοι ήρωες του Εικοσιένα. 3. στερεός, αχάλαστος (για συγκεκριμένα πράγματα): Αυτό το ύφασμα είναι αθάνατο. 4. αυτός που δίνει αθανασία: Πάω γι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αθάνατος, Κώστας — (Καλαμάτα 1896 – Αθήνα 1970). Ψευδώνυμο του δημοσιογράφου Κώστα Καραμούζη. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Ως πολεμικός ανταποκριτής συγκέντρωσε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο του Περπατώντας η Δόξα. Τα… … Dictionary of Greek
ἀθανατώτερον — ἀθάνατος undying adverbial comp (epic) ἀθάνατος undying masc acc comp sg (epic) ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp sg (epic) ἀθάνατος undying masc acc comp sg ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp sg ἀθάνατος undying adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανατωτέρων — ἀθάνατος undying fem gen comp pl (epic) ἀθάνατος undying masc/neut gen comp pl (epic) ἀθάνατος undying fem gen comp pl ἀθάνατος undying masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανάτω — ἀθάνατος undying masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἀθάνατος undying masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἀθάνατος undying masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀθάνατος undying masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱θανάτω , ἀθανατόω make immortal imperf … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανάτως — ἀθάνατος undying adverbial (epic) ἀθάνατος undying masc acc pl (epic doric) ἀθάνατος undying adverbial ἀθάνατος undying masc/fem acc pl (doric) ἀ̱θανάτως , ἀθανατόω make immortal imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀθανατόω make immortal imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάνατον — ἀθάνατος undying masc acc sg (epic) ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc sg (epic) ἀθάνατος undying masc/fem acc sg ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανάτων — ἀθάνατος undying fem gen pl (epic) ἀθάνατος undying masc/neut gen pl (epic) ἀθάνατος undying masc/fem/neut gen pl ἀ̱θανάτων , ἀθανατόω make immortal imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱θανάτων , ἀθανατόω make immortal imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανατώτερα — ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp pl (epic) ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)