-
1 αφυσικος
21) не соответствующий законам природы, неестественный Sext.2) лишенный дарования, бездарный Diog.L. -
2 αφύσικος
η, ο [ος, ον ]1) неестественный, противоестественный, ненормальный; 2) притворный, деланный
См. также в других словарях:
αφύσικος — η, ο (AM ἀφύσικος, ον) αυτός που δεν είναι φυσικός, ο αντίθετος προς του νόμους της φύσης νεοελλ. 1. προσποιητός, ασυνήθιστος 2. υπερβολικά μεγάλος 3. αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο πέος 4. αισχρός, βδελυρός 5. σεξουαλικά διεστραμμένος 6.… … Dictionary of Greek
αφύσικος — η, ο επίρρ. α 1. ο μη φυσικός: Η σωματική του διάπλαση είναι κάπως αφύσικη. 2. ασυνήθιστος, προσποιητός: Βρίσκω τη συμπεριφορά του κάπως αφύσικη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκφυλος — η, ο (AM ἔκφυλος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που έχει αλλοιωμένη φυσική, πνευματική ή ηθική ατομικότητα («πνευματικά ἔκφυλος») 2. αυτός που πάσχει από διαστροφή τού σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην παρά φύση ασέλγεια 3. ο ηθικά διεφθαρμένος,… … Dictionary of Greek
απέοικα — ἀπέοικα (Α) 1. είμαι ανόμοιος, διαφορετικός από κάποιον ή κάτι 2. (μτχ. πρκμ.) ἀπεοικὼς κ. ἀπεικώς, υῑα, ός α) παράλογος, αφύσικος, προσποιητός β) αταίριαστος, ανάρμοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + έοικα, πρκμ. με σημ. ενεστ., «είμαι όμοιος»] … Dictionary of Greek
ασυμφυής — ἀσυμφυής, ές (Α) 1. ο μη συμφυής, ο ανόμοιος 2. αφύσικος … Dictionary of Greek
εξεζητημένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εκζητώ) 1. ο επιτηδευμένος 2. ο προσποιητός, ο αφύσικος … Dictionary of Greek
καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… … Dictionary of Greek
τραγελαφικός — ή, ό, Ν όμοιος με τραγέλαφο, αφύσικος, αλλόκοτος («τραγελαφική κατάσταση»). επίρρ... τραγελαφικά Ν με τραγελαφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγέλαφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά] … Dictionary of Greek
εξεζητημένος — η, ο επίρρ. α που γίνεται ή λέγεται με εκζήτηση, προσποιητός, αφύσικος: Εξεζητημένοι τρόποι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσποίηση — η η πράξη του προσποιούμαι, αφύσικος τρόπος συμπεριφοράς: Εκείνη η προσποίησή του ενοχλεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραγελαφικός — ή, ό όμοιος με τραγέλαφο (βλ. λ.), τερατώδης, αφύσικος, αλλόκοτος: Τραγελαφικό έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)