-
1 affluence
αφθονία -
2 bereket
αφθονία, ευμάρεια -
3 bereketlilik
αφθονία, ευφορία, γονιμότητα, καρποφορηση -
4 bolluk
αφθονία, πλησμονή -
5 gürlük
αφθονία, δασυτητα, συνοχή -
6 изобилие
-я ουδ.αφθονία, υπερεπάρκεια•изобилие сырья αφθονία πρώτων υλών•
в -и άφθονα, σε αφθονία•
жить в -и ζω πλούσια•
изобилие продуктов αφθονία προιόντων.
-
7 изобилие
-
8 обилие
-
9 избыток
избыт||окм1. (излишек) τό περίσσευμα, τό ξεχείλισμα, τό πλεόνασμα:\избыток энергии τό ξεχείλισμα ἐνέργειας·2. (изо· билие) ἡ πληθώρα, ἡ ἀφθονία в \избытокке ἐν ἀφθονία· вознаградить кого́-л. с \избытокком ἀμείβω κάποιον μέ τό παραπάνω. -
10 урожай
урожа||йм1. ἡ σοδιά, ἡ ἐσοδεία, ἡ συγκομιδή:уборка \урожайя ἡ συγκομιδή· собирать \урожай συγκομίζω, σοδιάζω·2. прям., перен (изобилие) ἡ ἀφθονία, ἡ ἄφθονη συγκομιδή:\урожай на фрукты ἀφθονία φρούτων. -
11 обилие
-я ουδ.αφθονία, πληθώρα, σωρεία πλούτος•обилие продуктов αφθονία προϊόντων.
-
12 Liberality
subs.Munificence: P. ἀφθονία, ἡ, ἐλευθεριότης, ἡ.Abundance: P. ἀφθονία, ἡ, εὐπορία. ἡ,Highmindedness: P. and V. γενναιότης, ἡ, τὸ γενναῖον, P. μεγαλοψυχία, ἡ, μεγαλοφροσύνη, ἡ.Humanity: P. φιλανθρωπία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Liberality
-
13 Munificence
subs.Generosity: P. ἀφθονία, ἡ, ἐλευθεριότης, ἡ.Abundance: P. ἀφθονία, ἡ, εὐπορία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Munificence
-
14 распространённость
1. (наличие, встречаемость) η ύπαρξη 2. (изобилие) η αφθονία 3. (преобладание) η διάδοση, η επικράτηση 4. (масштаб) η έκταση, το μέγεθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распространённость
-
15 богатство
богатство с 1) ο πλούτος· природные \богатствоа о φυσικός πλούτος 2) (изобилие) η αφ θονία* * *с1) ο πλούτοςприро́дные бога́тства — ο φυσικός πλούτος
2) ( изобилие) η αφθονία -
16 вволю
вволюнареч разг κατά βούληση, δσο θέλει κανείς/ ἐν ἀφθονία (в изобилии). -
17 достаток
достат||окм ἡ εὐπορία, ἡ εὐημερία, ἡ ἄνεση [-ις], ἡ ἀφθονία, ἡ ἐπάρκεια:жить в \достатокке ζῶ μέ ἄνεση. -
18 изобилие
изоби́л||иес ἡ ἀφθονία, ἡ δαψίλεια, ἡ πλησμονή, τό μπερεκέτι· ◊ рог \изобилиеия τό κέρας τῆς 'Αμάλθειας. -
19 непочатый
непочат||ыйприл ἀθικτος, ἀκέραιος, ἀπείρακτος / ὀλοκληρος, ὁλάκερος (целый):\непочатыйая буханка хлеба τό ἀκέραιο καρβέλι, τό ἄθικτο καρβέλι· \непочатыйая бочка вина τό ἀπείραχτο βαρέλι κρασί· ◊ \непочатый край ἡ ἀφθονία, τό πλήθος· у меня \непочатый край работы ἔχω δουλειά βουνό. -
20 обилие
оби́л||иес ἡ ἀφθονία, τό πλήθος, ἡ δα-ψίλεια.
См. также в других словарях:
ἀφθονία — ἀφθονίᾱ , ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc/acc dual ἀφθονίᾱ , ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθονίᾳ — ἀφθονίαι , ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc pl ἀφθονίᾱͅ , ἀφθονία freedom from envy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφθονία — Η υπερεπάρκεια, η άφθονη παραγωγή. κοινωνία α. Λέγεται και κοινωνία της ευημερίας. Κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η τάση να εξασφαλιστεί υπερεπάρκεια των αγαθών. Η υπερεπάρκεια αυτή, που συνεπάγεται την ύπαρξη προσφοράς μεγαλύτερης από τη ζήτηση,… … Dictionary of Greek
αφθονία — η περίσσεια, πλήθος από όμοια πράγματα: Φέτος είχαμε αφθονία από φρούτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφθονίας — ἀφθονίᾱς , ἀφθονία freedom from envy fem acc pl ἀφθονίᾱς , ἀφθονία freedom from envy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθονίαι — ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc pl ἀφθονίᾱͅ , ἀφθονία freedom from envy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθονίαν — ἀφθονίᾱν , ἀφθονία freedom from envy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθονιῶν — ἀφθονία freedom from envy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθονίαις — ἀφθονία freedom from envy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθονίη — ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθονίῃ — ἀφθονία freedom from envy fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)