Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀφομοίωσις

См. также в других словарях:

  • ἀφομοίωσις — making like fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφομοιώσει — ἀφομοίωσις making like fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀφομοιώσεϊ , ἀφομοίωσις making like fem dat sg (epic) ἀφομοίωσις making like fem dat sg (attic ionic) ἀφομοιόω make like aor subj act 3rd sg (epic) ἀφομοιόω make like fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφομοιώσεις — ἀφομοίωσις making like fem nom/voc pl (attic epic) ἀφομοίωσις making like fem nom/acc pl (attic) ἀφομοιόω make like aor subj act 2nd sg (epic) ἀφομοιόω make like fut ind act 2nd sg ἀ̱φομοιώσεις , ἀφομοιόω make like futperf ind act 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφομοιώσεσιν — ἀφομοίωσις making like fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφομοίωσιν — ἀφομοίωσις making like fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • «АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром …   Православная энциклопедия

  • αφομοίωση — Ο όρος α. σημαίνει γενικά το αποτέλεσμα του αφομοιώ και του αφομοιούμαι, δηλαδή το να γίνεται κάτι όμοιο με κάποιο άλλο. (Γλωσσολ.) Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος φθόγγος μιας λέξης εξομοιώνεται με τον γειτονικό του. Η αιτία του… …   Dictionary of Greek

  • ἀφομοιώσεως — ἀφομοιώσεω̆ς , ἀφομοίωσις making like fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»