-
1 ἀφθόνητος
ἀφθόν-ητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφθόνητος
-
2 ἀφθονία
ἀφθον-ία, ἡ,A freedom from envy or grudging, liberality,πᾶσαν προθυμίαν καὶ ἀφθονίαν εἴχομεν ἀλλήλους διδάσκειν Pl.Prt. 327b
.II of things, plenty, abundance, Pi.N.3.9;τῶν ὠφελούντων Pl.Ap. 24e
, cf. 23c;κακῶν Men.589
; ἀφθονίας οὔσης ὀργίζεσθαι abundance of matter for.., Lys.12.2;ἀ. ἦν καταπίνειν Telecl.1.10
;τοσαύτην ἀ. κατηγοριῶν D.21.102
; εἰς ἀ. in abundance, X.An.7.1.33; opp. ἀφορία, Id.Smp.4.55: pl.,καρπῶν ἀφθονίησι Emp.78
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφθονία
-
3 ἄφθονος
ἄφθον-ος, ον,A without envy: hence,I [voice] Act., free from envy, Pi.O.6.7;ἄνδρα τύραννον ἄ. ἔδει εἶναι Hdt.3.80
, cf. Pl.R. 500a. Adv. .2 ungrudging, bounteous, of earth,ἄφθονε δαῖμον h.Hom.30.16
; ἀφθόνῳ μένει, ἀφθόνῳ χερί, A.Ag. 305, E.Med. 612;ἀ. λειμῶνες Pl.Sph. 222a
, cf. Ax. 371c.II more freq. (esp. in Prose) not grudged, plentiful,ἄ. πάντα παρέσται h.Ap. 536
;καρπὸν πολλόν τε καὶ ἄ. Hes.Op. 118
;πλοῦτος Sol.33.5
;χρυσὸς ἄ. Hdt.6.132
, cf. 7.83;χώρη.. ἄ. λίην Id.2.6
;ἄ. βίοτος A.Fr. 196
;πόλιν ἀφθονεστάτην χρήμασιν Eup.307
;χώρα πολλὴ καὶ ἄ. X.An.5.6.25
;ἄφθονα καὶ πολλὰ ἔχων εἰπεῖν Aeschin.3.203
;λόγοι ἄ. D.21.136
; ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν to live in plenty, X.An.3.2.25;ἐν ἀφθόνοις τραφείς D.18.256
;τὸ χαίρειν ἄφθονον εἰπών IG12(7).445
([place name] Amorgos).III irreg. [comp] Comp.- έστερος Pi.O.2.104
, A.Fr.72, Pl.R. 460b: [comp] Sup.- έστατος Eup.1
.c.; regul. forms -ώτερος, -ώτατος, X.An.7.6.28, Cyr.5.4.40, etc.IV Adv.,πάντα δ' ἀφθόνως πάρα Sol.38
; ἀ. ἔχειν τινός to have enough of it, Pl.Grg. 494c;ἀ. διδόναι Arist.Pol. 1314b4
;πολλά με διδάσκεις ἀ. Philem.154
;ξένων καὶ ἐντοπίων ἀ. ζήσας IG5(2).491
(Megalop., ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄφθονος
См. также в других словарях:
περιστέφω — Α 1. περιβάλλω κάτι σαν σε στεφάνι, περιστεφανώνω 2. περικυκλώνω 3. παθ. περιστέφομαι μτφ. κοσμούμαι με αρετή («ὁ παῑς ἀρετῇ περιστέφεται», Αφθόν.) … Dictionary of Greek
προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν … Dictionary of Greek
aphthonite — Min. (ˈæfθənaɪt) [mod. f. Gr. ἄϕθον ος plentiful + ite.] A steel gray ore of sulphide of antimony and copper, with traces of zinc and silver; ‘resembling tetrahedrite, if not identical with it’ (Dana). Corruptly aftonite … Useful english dictionary