-
1 роение
-я ουδ.αφεσμός, το ρίξιμο του με-λισσ ιού.
См. также в других словарях:
αφεσμός — ἀφεσμός, ο (Α) το νέο σμήνος μελισσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + εσμός «σμήνος μελισσών», με επίδραση της λ. άφεσις] … Dictionary of Greek
ἀφεσμός — swarm of bees masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφεσμόν — ἀφεσμός swarm of bees masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… … Dictionary of Greek