-
1 καταλεω
(fut. καταλέσω, aor. κατήλεσα) размалывать, перемалывать(πυρόν Hom. - in tmesi; τοὺς ἀττελέβους Her.)
См. также в других словарях:
ἀττελέβους — ἀττέλαβος locust masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)